Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

PAUL CELAN


                                                                                                 μτφ  ΧΡΗΣΤΟΣ  Γ. ΛΑΖΟΣ 

Windmühlen

stossen  dir  Luft  in  die Lunge, du  ruderst
durch  die  Kanäle, Lagunen  und  Grachten,
bei  Wortschein,
am  Heck  kein  Warum, am  Bug  kein  Wohin, ein  Widderhorn
                                                                                     hebt  dich
-Tekiah! –

wie ein Posaunenschall  über die  Nächte  hinweg  in  den  Tag,
                                                                                die  Auguren
zerfleischen  einander, der  Mensch
hat  seinen  Frieden,  der  Gott
hat  den  seinen, die  Liebe
kehrt  in  die  Betten  zurück, das  Haar
der  Frauen  wächst  wieder,
die  nach  innen  gestülpte
Knospe  an  ihrer  Brust
tritt  wieder  zutag,  lebens-,
herzlinienhin  erwacht  sie
dir  in  der  Hand, die  den  Lendenweg  hochklomm,-

wie  heisst  es, dein  Land
hinterm  Berg, hinterm  Jahr ?
Ich  weiss, wie  es  heisst.
Wie  das  Wintermärchen, so  heisst  es,
es  heisst  wie  das  Sommermärchen,
das  Dreijahreland  deiner  Mutter, das war es,

das ists,
es  wandert  überallhin, wie  die  Sprache,
wirf  sie  weg, wirf  sie  weg,
dann  hast  du sie wieder, wie  ihn,
den  Kieselstein  aus
der  Mährischen  Senke,
den  dein  Gedanke  nach  Prag  trug,
aufs  Grab, auf  die  Gräber, ins  Leben,

längst
ist er fort, wie die Briefe, wie alle
Laternen, wieder
musst du ihn  suchen, da ist er,
klein  ist  er, weiss,
um  die  Ecke , da liegt er,
bei Normandie-Njemen- in Böhmen,
da, da, da,
hinterm Haus, vor dem Haus,
weiss ist er ,weiss, er sagt :
Heute – es gilt.
Weiss ist er, weiss, ein Wasser-
strahl  findet  hindurch, ein  Herzstrahl,
ein  Fluss,
du  kennst  seinen  Namen, die Ufer
hängen  voll Tag, wie der  Name,
du  tastest  ihn  ab, mit der Hand :
Alba.


ἀνεμόμυλοι

σοῦ  φυσᾶνε ἀέρα στὰ πνευμόνια, κωπηλατεῖς
μὲσ΄ ἀπὸ ἰσθμούς, λαγκοῦνες καὶ κανάλια,
μὲ τὸ φέγγος τῶν λέξεων,
στὴν πρύμνη οὒτ΄ἕνα γιατί, στὴν πλώρη οὒτ΄ἕνα πρὸς
   ποῦ, ἕνα κέρας κριοῦ σὲ συνεπαίρνει
Tekiah!-
σὰν ἦχος μιᾶς σάλπιγγας πέρα ἀπ΄τὴ νύχτα μέχρι τὴ
     μέρα, οἱ οἰωνοὶ
ξεσχίζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὁ ἄνθρωπος
ἔχει τὴν εἰρήνη του, ὁ Θεὸς
τὴ δική του, ὁ ἔρωτας
γυρνάει στὰ κρεβάτια, τὰ μαλλιὰ
τῶν γυναικῶν μεγαλώνουν ξανά,
τὸ μέσα στραμμένο
μπουμπούκι στὸ στῆθος τους
σκάει πάλι στὴ μέρα, στῆς ζωῆς,
στῆς καρδιᾶς τὶς γραμμὲς ξυπνάει
μέσα στὸ χέρι σου, που ἀνηφόριζε τῶν λαγόνων το
     δρόμο,-

πῶς τὴ λένε, τὴ χώρα σου
πίσω ἀπ΄τὸ βουνό, πίσω ἀπ΄τὸ χρόνο ;
Ἐγὼ ξέρω,  πῶς τὴ λένε .
Σὰν τὸ παραμύθι τοῦ χειμώνα, ἔτσι τὴ λένε,
τὴ λένε σὰν τὸ παραμύθι τοῦ καλοκαιριοῦ,
τὴ χώρα τῶν τριῶν χρόνων τῆς μάνας σου,αὐτὴ ἦταν

αὐτὴ εἶναι,
μεταναστεύει παντοῦ, σὰν τὴ γλώσσα,
πέτα τὴ πέρα, πέτα τὴ πέρα,
καὶ τότε τὴν ἔχεις ξανά, σὰν κι αὐτό,
τὸ χαλίκι ἀπὸ
τὴ λεκάνη τῆς Μοραβίας,
που ἡ σκέψη σου ἔσερνε μέχρι τὴν Πράγα,
μὲς΄ἀπ΄τὸ μνῆμα, μέσα ἀπ΄τὰ μνήματα, στὴ ζωή,

ἀπὸ καιρὸ
ἔχει φύγει, σὰν τὸ γράμμα, σὰν ὅλα
τὰ φανάρια τοῦ δρόμου, ξανὰ
πρέπει ἐσὺ νὰ τὸ ψάξεις, ἐκεῖ εἶναι,
μικρὸ εἶναι, ἄσπρο,
στὴ γωνία, ἐκεῖ εἶναι πεσμένο,
πλὰι στὴ Νορμανδία-Νιέμεν- στὴ Βοημία,
ἐκεῖ, ἐκεῖ, ἐκεῖ,
πίσω ἀπ΄τὸ σπίτi, μπρὸς ἀπ΄τὸ σπίτι
 ἄσπρο εἶναι , ἄσπρο καὶ λέει :
Σήμερα- ἀξίζει.
Ἄσπρο εἶναι , ἄσπρο,  μιὰ  ἀκτίνα
νεροῦ βρίσκει τὸ δρόμο, μιὰ ἀκτίνα καρδιᾶς,
ἕνα ποτάμι,
ἐσὺ ξέρεις τ΄ὄνομά του, οἱ ὄχθες
κρέμονται στὸ φῶς, σὰν τὸ ὄνομα,
ἐσὺ τὸ ψηλαφεῖς, μὲ τὸ χέρι :
Alba.


FLIMMERBAUM

Ein Wort,
an das ich dich gerne verlor:
das Wort
Nimmer.

Es war,
und bisweilen wusstest auch du’s,
es war
eine Freiheit.
Wir schwammen.

Weisst du noch, dass ich sang ?
Mit dem Flimmerbaum sang ich, dem Steuer.
Wir schwammen.

Weisst du noch, dass du schwammst ?
Offen lagst du mir vor,
lagst du mir, lagst
du mir vor
meiner vor-
springenden Seele.
Ich schwamm für uns beide. Ich schwamm nicht.
Der Flimmerbaum schwamm.

Schwamm er ? Es war
ja ein Tümpel rings. Es war der unendliche Teich.
Schwarz und unendlich, so hing,
so hing er weltabwärts.

Weisst du noch, dass ich sang ?

Diese-
o diese Drift.

Nimmer. Weltabwärts. Ich sang nicht. Offen
lagst du mir vor
der fahrenden Seele.


ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ

Μία λέξη,
πού γιὰ  χάρη της σ΄ἔχασα :
ἡ λέξη
ποτέ.

Ἦταν,
καὶ κάπου κάπου το θυμόσουν κι ἐσύ,
ἦταν
μιὰ ἐλευθερία.
Κολυμπούσαμε.

Ξέρεις ἀκόμα, πώς τραγουδοῦσα ;
Μὲ τὸ φωτοδέντρο τραγουδοῦσα, μὲ τὸ τιμόνι.
Κολυμπούσαμε.

Ξέρεις ἀκόμα, πώς κολυμποῦσες ;
Ἀνοιχτή ἤσουν μπροστά μου,
ξαπλωμένη μπροστά μου, ξαπλωμένη
μπροστὰ
στὴν πρὸ-
εξοχὴ τῆς ψυχῆς μου.
Κολυμποῦσα καὶ γιὰ τοὺς δυό μας. Δὲν κολυμποῦσα.
Τὸ φωτοδέντρο κολυμποῦσε.

Κολυμποῦσε ; Γιατί ἦταν
βάλτος τριγύρω. Ἦταν τὸ ἀτέλειωτο τέλμα.
Μαῦρο κι ἀτέλειωτο, ἔτσι κρεμόταν,
ἔτσι κρεμόταν πρὸς τὸν κόσμο.    

Ξέρεις ἀκόμα, πώς τραγουδοῦσα ;

Αὐτὴ-
ὢ αὐτὴ ἡ παρεκτροπή.

Ποτέ. Πρὸς τὸν κόσμο. Δὲν τραγουδοῦσα. Ἀνοιχτή
ἤσουν μπροστά μου, ξαπλωμένη μπροστὰ
στὴν ψυχὴ ποὺ ταξίδευε.