| Πολυέλαιος Σε κάμαρη άδεια και μικρή, τέσσαρες τοίχοι   μόνοι, και σκεπασμένοι με ολοπράσινα πανιά, καίει ένας πολυέλαιος ωραίος και κορώνει· και μες στη φλόγα του την καθεμιά πυρώνει μια λάγνη πάθησις, μια λάγνη ορμή. Μες στην μικρή την κάμαρη, που λάμπει αναμένη από του πολυελαίου την δυνατή φωτιά, διόλου συνειθισμένο φως δεν είν’ αυτό που   βγαίνει. Γι’ άτολμα σώματα δεν είναι καμωμένη αυτής της ζέστης η ηδονή.  Chandelier In   a room—empty, small, four walls only, covered   with green cloth— a   beautiful chandelier burns, all fire; and   in each of its flames a sensual fever, a   lascivious urge, glows with heat. In   the small room, radiantly lit by   the chandelier’s hot fire, no   ordinary light breaks out. Not   for timid bodies the   rapture of this heat. Θυμήσου, Σώμα..  Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο   αγαπήθηκες, όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες, αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά, κ’ ετρέμανε μες στην φωνή —  και κάποιο τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε. Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν, μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν, θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν· πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου,   σώμα. Body,   Remember....  Body,   remember not only how much you were loved, not   only the beds you lay on, but   also those desires that glowed openly in   eyes that looked at you, trembled   for you in the voices— only   some chance obstacle frustrated them. Now   that it’s all finally in the past, it   seems almost as if you gave yourself to   those desires too—how they glowed, remember,   in eyes that looked at you, remember,   body, how they trembled for you in those voices. Στου Kαφενείου την Eίσοδο Την προσοχή μου κάτι που είπαν πλάγι μου διεύθυνε στου καφενείου την είσοδο. Κ’ είδα τ’ ωραίο σώμα που έμοιαζε σαν απ’ την άκρα πείρα του να τώκαμεν ο Έρως — πλάττοντας τα συμμετρικά του μέλη με χαρά· υψώνοντας γλυπτό το ανάστημα· πλάττοντας με συγκίνησι το πρόσωπο κι αφίνοντας απ’ των χεριών του το άγγιγμα ένα αίσθημα στο μέτωπο, στα μάτια, και στα   χείλη.  At   the Café Door Something   they said beside me made   me look toward the café door, and   I saw that lovely body which seemed as   though Eros in his mastery had fashioned it, joyfully   shaping its well-formed limbs, molding   its tall build, shaping   its face tenderly, and   leaving, with a touch of the fingers, a   particular nuance on the brow, the eyes, the lips. Ήλθε για να διαβάσει — Ήλθε για να διαβάσει. Είν’ ανοιχτά δυο, τρία βιβλία· ιστορικοί και ποιηταί. Μα μόλις διάβασε δέκα λεπτά, και τα παραίτησε. Στον καναπέ μισοκοιμάται. Aνήκει πλήρως στα βιβλία — αλλ’ είναι είκοσι τριώ ετών, κ’ είν’ έμορφος   πολύ· και σήμερα το απόγευμα πέρασ’ ο έρως στην ιδεώδη σάρκα του, στα χείλη. Στη σάρκα του που είναι όλο καλλονή η θέρμη πέρασεν η ερωτική· χωρίς αστείαν αιδώ για την μορφή της   απολαύσεως .....  He   Had Come There to Read He   had come there to read. Two or three books lie open, books   by historians, by poets. But   he read for barely ten minutes, then   gave it up, falling half asleep on the sofa. He’s   completely devoted to books— but   he’s twenty-three, and very good-looking; and   this afternoon Eros entered his   ideal flesh, his lips. An   erotic warmth entered his   completely lovely flesh— with   no ridiculous shame about the form the pleasure took.... Μέρες του 1896  Εξευτελίσθη   πλήρως.         Μια ερωτική ροπή του λίαν   απαγορευμένη         και   περιφρονημένη (έμφυτη   μολοντούτο)         υπήρξεν η αιτία: ήταν η   κοινωνία         σεμνότυφη πολύ. Έχασε   βαθμηδόν         το λιγοστό του   χρήμα· κατόπι τη   σειρά,        και την υπόληψί του. Πλησίαζε τα   τριάντα         χωρίς ποτέ έναν χρόνο να βγάλει σε   δουλειά,         τουλάχιστον γνωστή. Ενίοτε τα έξοδά   του         τα κέρδιζεν από μεσολαβήσεις   που         θεωρούνται ντροπιασμένες. Κατήντησ’ ένας   τύπος         που αν σ’ έβλεπαν μαζύ   του συχνά, ήταν   πιθανόν         μεγάλως να εκτεθείς. Aλλ’ όχι μόνον   τούτα.         Δεν θάτανε σωστό. Aξίζει   παραπάνω         της εμορφιάς του η   μνήμη. Μια άποψις άλλη   υπάρχει         που αν ιδωθεί από   αυτήν φαντάζει,   συμπαθής·         φαντάζει, απλό και   γνήσιο του έρωτος   παιδί,         που άνω απ’ την τιμή, και την υπόληψί   του         έθεσε ανεξετάστως της καθαρής σαρκός   του         την καθαρή ηδονή. Aπ’ την υπόληψί   του;         Μα η κοινωνία που ήταν σεμνότυφη   πολύ         συσχέτιζε κουτά.  Days of 1896 He   became completely degraded. His erotic tendency, condemned   and strictly forbidden (but   innate for all that), was the cause of it: society   was totally prudish. He   gradually lost what little money he had, then   his social standing, then his reputation. Nearly   thirty, he had never worked a full year— at   least not at a legitimate job. Sometimes   he earned enough to get by acting   the go-between in deals considered shameful. He   ended up the type likely to compromise you thoroughly if   you were seen around with him often. But   this isn’t the whole story—that would not be fair. The   memory of his beauty deserves better. There   is another angle; seen from that he   appears attractive, appears a   simple, genuine child of love, without   hesitation putting, above   his honor and reputation, the   pure sensuality of his pure flesh. Above   his reputation? But society, prudish   and stupid, had it wrong.  Μέρες του 1901 Τούτο εις αυτόν υπήρχε το ξεχωριστό, που μέσα σ’ όλην του την έκλυσι και την πολλήν του πείραν έρωτος, παρ’ όλην την συνειθισμένη του στάσεως και ηλικίας εναρμόνισιν, ετύχαιναν στιγμές — πλην βέβαια σπανιότατες — που την εντύπωσιν έδιδε σάρκας σχεδόν άθικτης. Των είκοσι εννιά του χρόνων η εμορφιά, η τόσο από την ηδονή δοκιμασμένη, ήταν στιγμές που θύμιζε παράδοξα έφηβο που —κάπως αδέξια— στην αγάπη πρώτη φορά το αγνό του σώμα παραδίδει.  Days   of 1901 The   exceptional thing about him was that   in spite of all his loose living, his   vast sexual experience, and   the fact that usually his   attitude matched his age, in   spite of this there were moments— extremely   rare, of course—when he gave the impression that   his flesh was almost virginal. His   twenty-nine-year-old beauty, so   tested by sensual pleasure, would   sometimes strangely remind one of   a boy who, somewhat awkwardly, gives his   pure body to love for the first time. Μέρες του 1903 Δεν τα ηύρα πια ξανά — τα τόσο γρήγορα χαμένα   .... τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο .... στο νύχτωμα του δρόμου .... Δεν τα ηύρα πια — τ’ αποκτηθέντα κατά τύχην   όλως, που έτσι εύκολα παραίτησα· και που κατόπι με αγωνίαν ήθελα. Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο, τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πια. Days   of 1903 I   never found them again—all lost so quickly... the   poetic eyes, the pale face... in   the darkening street... I   never found them again—mine entirely by chance, and   so easily given up, then   longed for so painfully. The   poetic eyes, the pale face, those   lips—I never found them again.  |