Από το αφιέρωμα του περιοδικού “οδός Πανός”
Εμμονές και ψυχανεμίσματα Από την Ζυράννα Ζατέλη
Αν και πρόκειται για μορφή ιδεοληψίας, ούτως ή άλλως, θα ήθελα να ενισχύσω ή να κάνω πιο ανθρώπινο το νόημα της εμμονής και να πω «η προσήλωση του συγγραφέα». Η εμμονή μοιάζει να υπαινίσσεται μια σκληρή αναγκαιότητα, η προσήλωση έχει μια γλυκύτερη μα και ουσιαστικότερη χροιά ως «άκουσμα», και κυρίως μια ευλαβικότητα απέναντι στη γονιμοποιό οδύνη της ψυχής μας. Θα ήθελα επίσης να θυμίσω, εαυτοίς και αλλήλοις, ότι προσπαθώντας να επιλύσουμε τον γρίφο της γραφής μας - του γραπτού μας, και με την έννοια τρόπον τινά της ειμαρμένης -, κατά βάθος μάλλον ξορκίζουμε την λύση του ίνα παραταθεί το ταξίδι… Με άλλα λόγια, αποκαλύπτουμε άμα και αποκρύπτουμε, αυτή είναι η φύση της δουλειάς μας. ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΑΝΕΙΠΩΤΑ Μετά από αυτά δέχομαι να ομολογήσω ότι συχνά έχω την αίσθηση, την πολύ ενδόμυχη αίσθηση, πως η «μαγιά» που συνιστά τα αγαπημένα μου θέματα και ανακινεί με τρόπο καθοριστικό τα εσώψυχά μου και κατ’ επέκτασιν την πένα μου, έχει να κάνειοπωσδήποτε και με κάποια πράγματα που ξέχασα, όχι μόνο με όσα θυμάμαι. Για να γίνω πιο σαφής, θα αναφέρω έναν στίχο του Μανολη Ξεξάκη από τις «Ασκήσεις Μαθηματικών»: αυτό που φαίνεται κρύβει το σκοτάδι. Μια βασική προσήλωση μου λοιπόν είναι σε αυτό που κρύβεται - για να μη σας πολυτρομάξω με τη λέξη σκοτάδι -, στην αινιγματική «παρουσία» του αφανούς, του λησμονημένου, στο θαμπό του μειδίαμα μέσα στον χρόνο στο αεράκι του άρρητου… Δεν θα πέσω στην αντίφαση να πω ότι γνωρίζω τα λησμονημένα, απλώς ότι αισθάνομαι κατοικημένη και από αυτά, ψυχανεμίζομαι την άδηλη (ουχί και «άδολη») ύπαρξη τους, την ανυπολόγιστη δύναμη τους, και αυτό το πράγμα, συγκινησιακά, είναι σαν να μου επιτρέπει να αντλώ από τα κατάστιχα της λήθης - έτσι θα το ονόμαζα, ποιητική αδεία - ό,τι σχεδόν και από το βασίλειο της μνήμης. Μια ηρωίδα στο μυθιστόρημα που γράφω τώρα («Το πάθος χιλιάδες φορές») λέει, ή μάλλον σκέφτεται, για μια ανήλικη υπνοβάτισσα, όταν αυτή η τελευταία κάνει αιφνιδίως κάτι που συνηθίζει να το κάνει μόνο όταν υπνοβατεί, ποτέ όταν είναι ξύπνια. Σε μια στιγμή ωστόσο τη βλέπουμε να το τελεί, όλως ασυναίσθητα, και υπό κανονικές συνθήκες, μέρα μεσημέρι. Και σκέφτεται λοιπόν η άλλη, η ενήλικη: Ως ξύπνια δεν γνωρίζει το γιατί, μα η ψυχή της θυμάται. Η ψυχή μας θυμάται, με άλλα λόγια, ό,τι ως ενσυνείδητα όντα ενδεχομένως χάσαμε ή ξεχάσαμε. Αυτή η κρυμμένη μνήμη, η λανθάνουσα, με σαγηνεύει ιδιαίτερα στη δουλειά μου ως συγγραφέα, και στη ζωή μου γενικότερα, αλλά δεν εννοώ με τούτο - για να προλάβουμε τυχόν παρερμηνείες - ότι θα μ’ ενδιέφερε να προσφύγω σε ιδεολογικής, φιλοσοφικής, θρησκευτικής, ψυχαναλυτικής ή έστω ψυχολογικής φύσεως διεξόδους προκειμένου να υποστηρίξω την αγάπη μου για το μυστήριο που λέγεται ψυχή. Δουλειά μου είναι η αχανής μυθοπλασία, η συνάφεια με τα εσώτερα του βίου και της ανθρώπινης συμπεριφοράς, οι λεπτές δοσολογίες και δοσοληψίες ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, στο δράμα και την πανουργία της ύπαρξης, έχοντας βέβαια στη διαθεσή μου - όπως σωστά επεσήμανε σε μια κριτική της η Δανάη Κουλμάση - και την ανατρεπτική εκείνη ειρωνεία σε καταστάσεις όπου ο πόνος πάει να ρουφήξει το μυαλό (εδώ παρενθετικά θα αναφέρω μια ρήση του Όσκαρ Ουάιλντ, για μένα η κορυφαία του: «Το χιούμορ είναι η ευγένεια του απελπισμένου»).
ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΕΝΤΟΜΟΛΟΓΟΥ
Μια άλλη εμμονή είναι το βλέμμα «του εντομολόγου» πάνω στα πράγματα. Μία εν πολλοίς ανύποπτη κίνηση, μια φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια (ο ίσκιος μιας τρίχας στο μέτωπο, το παιχνίδισμα μιας ηλιαχτίδας πάνω στο φρύδι ενός ετοιμοθάνατου, ή πώς θα παίξει καμιά φορά το μάτι, το ρουθούνι, μια φλεβίτσα στη γούβα του κροτάφου), ενδέχεται να αποβούν καθοριστικά για την εξέλιξη ή την «ανάδειξη» μιας κατάστασης, να λειτουργήσουν σαν μύχιοι σπασμοί της ίδιας της ζωής. Όσο πιο άπιαστο ένα στοιχείο, τόσο με τρώει να το «συλλάβω», να το αποτυπώσω… όχι από πείσμα αλαζονικό, μα επειδή, ειλικρινά, αυτό είναι που με έχει κατ’ εξοχήν μαγέψει και «γονατίσει» και μέσω αυτού αξίζει, νομίζω, τον κόπο να συνεπάρω τον αναγνώστη. Και αν δεν είναι πάντα ανθρωπίνως δυνατόν να εκφράσω το ανέκφραστο, το ανείπωτο που με διακατέχει, τουλάχιστον αισθάνομαι το ρίγος, την τερπνή φρικίαση ότι πλησίασα στις παρυφές του. Το από κει και πέρα ας «ξεφαντώσει» πίσω από τις λέξεις. Τα ζώα επίσης, το πέρασμα τους από τις σελίδες μου, είναι και αυτό σημαντικό ή σημαδιακό. Δεν συμβαίνει να είμαι μια νεόκοπη της ζωοφιλίας και δη της αστικής. Η σχέση μου με τα ζώα ξεκίνησε από παλιά, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και τον γύρω κόσμο, εφόσον γεννήθηκα και μεγάλωσα σε αγροτικό περιβάλλον, όπου τα ζώα ήταν κάτι το δεδομένο, χωρίς αυτά δεν γινόταν τίποτα. Είχα επιπλέον την τύχη να κοινωνήσω από τον πατέρα μου μια σπάνια αντίληψη για αυτά. «Τα ζώα» έλεγε επί λέξει «είναι οι γονείς μας και πρέπει να τα σεβόμαστε» - και σας βεβαιώ πως ήταν ένας άνθρωπος που δεν είχε τη δυνατότητα ούτε Δαρβίνο να διαβάσει ούτε Πατέρες της Εκκλησίας. Αλλά και πέρα απ’ αυτό, θα πρέπει να είχα μια εντελώς προσωπική «αδυναμία» προς τα ζώα, κάπως πρωτόγονη αν θέλετε, ή κάπως ανεξήγητη, η οποία βαθαίνει με το πέρασμα των χρόνων. Το άγγιγμα, το βλέμμα ενός ζώου έχει μια ιερότητα για μένα, είναι ικανό να αναμοχλεύει μέσα μου τα μύρια όσα, να με αναστατώνει, να με βουρκώνει, να μου δώσει ανείπωτη χαρά - κι εδώ ας μου επιτραπεί να πω ότι η όποια διαφορά μας απ’ αυτά, η λεγόμενη υπεροχή μας, δεν είναι πάντα προς τιμήν μας. Εν πάση περιπτώσει, αφού τα ζώα έπαιξαν έναν ρόλο «μυστηριακό» στη ζωή και στο υποσυνείδητο μου, φυσικό είναι να αφήνουν το σημάδι τους και στις ιστορίες που γράφω. Η φύση εξάλλου, σαν μια γενικότερη θέαση, δεν θα μπορούσε να λείπει απ’ αυτές τις ιστορίες. Μια φύση συχνά βίαιη, αδυσώπητη, με τα στοιχεία της να μαίνονται μυθιστορηματικά, να μας στεφανώνουν, και πότε πότε, μοιραία, να μας σκοτώνουν. Θα περιοριστώ εδώ να αναφέρω ότι συνέβη κάποτε, στην παιδική μου ηλικία, να δω έναν άντρα που τον χτύπησε κεραυνός, και η εικόνα του προσώπου του κυριολεκτικά με στοίχειωσε, η κραυγή του - διότι δεν έμεινε στον τόπο, ξεψύχησε αργότερα -, η κραυγή του έχω την αίσθηση ότι διαπερνά έκτοτε, εν μέρει κρυφά εν μέρει φανερά, το καθετί που γράφω. Και να που για ένα τέτοιο γοερό και δυσβάστακτο συμβάν - όπως και για κάποια άλλα από το βαθύ εκείνο παρελθόν της παιδικής ηλικίας -, έρχονται ώρες που αναρωτιέμαι: Συνέβη δηλαδή πραγματικά, το είδα, το έζησα, ή μήπως το φαντάστηκα, το οραματίστηκα, ή πώς αλλιώς να το πω; Η πραγματικότητα καμιά φορά δεν χωράει στον εαυτό της, ζητάει προεκτάσεις, μας”εμφυσά η ίδια την ανάγκη για «μαγικές» προεκτάσεις… και κάπως έτσι, θα έλεγα, αρχίζει τη δουλειά της η τέχνη, παίρνει τη σκυτάλη (από αυτή την άποψη, το επικινδύνως ζην είναι και θέμα τέχνης).
Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Ας φτάσουμε λοιπόν και στην παιδική ηλικία, στο «Άνηβε, πού με πας;» όπως είναι και ο τίτλος-κλειδί του τελευταίου κεφαλαίου στο προηγούμενο μυθιστόρημα μου. Ο ψυχισμός μου ως ενήλικης πλέον της γραφής, και κατά τούτο άχρονης, βρίθει από παιδιά: παιδιά που δεν έχουν ακόμη γεννηθεί ή που έχουν κιόλας πεθάνει, παιδιά φαντάσματα και παιδιά ολοζώντανα, τη μια στιγμή αλώβητα, την άλλη λαβωμένα, παιδιά ψυχοπομποί άλλων παιδιών, όλων των ηλικιών παιδιά, με μια έμφαση ίσως στο όριο εκείνο των δώδεκα-δεκατριών χρόνων, στο μεταίχμιο δηλαδή όπου η παιδική βασιλεία - σύμφωνα με το ηρακλείτειο «παιδός η βασιλείη» - πνέει τα λοίσθια. Κατά καιρούς με έχουν ρωτήσει, σε συνεντεύξεις ή αλλού, τι είναι για μένα η παιδική ηλικία και αν θεωρώ ότι πρόκειται όντως για την αθωότερη περίοδο της ζωής μας ή μήπως και κάτι άλλο. Για μένα λοιπόν, ίσως δεν έχει και τόση σημασία η ύπαρξη ή μη μιας απόλυτης αθωότητας. Το θέμα, νομίζω, είναι αλλού: στην «νοσταλγία» της αθωότητας, σε αυτήν καθαυτήν την ανάγκη, την ανάκληση ενός στοιχείου, για το οποίο έχουμε την πιο αόριστη και όμως βασανιστική «εικόνα». Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως η περίφημη παιδική ηλικία δεν έχει τόση αξία για το ίδιο το παιδί, όση για τον ενήλικα… Σε τελευταία ανάλυση, η αθωότητα έγκειται στην απώλεια της - όσο οξύμωρο και αν ακούγεται - και αυτή ακριβώς η απώλεια, η επίγνωση της απώλειας, μας καθιστά «δραματικά πρόσωπα», τουτέστιν άξια ενδιαφέροντος. Το παιδί λοιπόν για μένα, για να το πω πιο απλά, είναι η βάση του δράματος, στο πρόσωπο του βλέπω (πρόσωπο-αρχέτυπο) εκείνο το απόμακρο «τοπίο», το ημιπραγματικό πλέον και ακατάλυτο, που συγκινησιακά είναι κόλαση και παράδεισος μαζί. Στο κάτω κάτω, χάρη στο παιδί που υπήρξα κάποτε - χάρη στην ακατάλυτη επιρροή του - έγινα αυτό που έγινα και γράφω ό,τι γράφω. Ο έρωτας τώρα, και δη οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, οι πικροί, οι σχεδόν απόκοσμοι ή «καταραμένοι», που γεύονται το μέλι πάνω στο τσεκούρι… Γιατί άραγε είναι αυτοί κυρίως πού κοσμούν τις σελίδες μου και όχι άλλοι; Πρώτα πρώτα μπαίνω στον πειρασμό να αναρωτηθώ, ποιοι άλλοι; Ο έρωτας αν δεν έχει κάτι ανέφικτο να διεκδικήσει, μεταναστεύει (ο Παπαγιώργης το είπε αυτά), και στο κάτω κάτω, συμβολιστικά αν το δούμε, στο χέρι του κρατάει βέλος που λαβώνει τις καρδιές και όχι μεταξωτό γαντάκι ή ένα πούπουλο. Θέλω να πω ότι το «βάρος» του έρωτα, είτε το θέλουμε είτε όχι, πάει στον πόνο πιο πολύ παρά στη χαρά. Η χαρά έρχεται και φεύγει σαν την κλέφτρα, αυτός είναι ο μεγάλος ρόλος της - διόλου ευκαταφρόνητός -, μα είναι ο πόνος που εγείρει πάθη και σωριάζει κάστρα, που δίνει κίνητρο και «λαβή» στην τέχνη. Το αρχετυπικό εκείνο ζεύγος του Αδάμ και της Εύας, αν έμενε εσαεί στον Παράδεισο, μέσα στην περιπάθεια και την ευλογημένη άγνοια, δεν νομίζω πως θα απασχολούσε τόσο πολύ, επί αιώνες, τη σκέψη του ανθρώπου, και οπωσδήποτε τα εδάφη της λογοτεχνίας.
Η ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΤΙΓΜΗ
Τέλος - last but not least - ο θάνατος, ο γιορτινά ντυμένος θάνατος, που αρέσκεται ιδιαίτερα να διεισδύει στις ιστορίες μου… Διάλεξα σαν εισαγωγή σε αυτό το μοιραίο θέμα τον τόνο της παρηγορητικής εκείνης ειρωνείας που υπαινίχθηκα πιο πάνω, καθ’ ότι αλλιώς σαλεύει το μυαλό και δένεται η γλώσσα. Ο θάνατος είναι για όλους μας το μεγάλο αίνιγμα που δεν έχει απάντηση, ή μάλλον που δεν θα αντέχαμε μια «σίγουρη» απάντηση, οπότε ας παραμείνει αίνιγμα. Είναι ασφαλώς και το μεγάλο πλήγμα, η αναφαίρετη οδύνη μας. Ακόμα είναι η μόνη βεβαιότητα όσο ζούμε και εφόσον γεννηθήκαμε, βεβαιότητα πικρή, σκληρή και αναπότρεπτη. Μας τρελαίνει ο θάνατος, μας κλονίζει όσο τίποτα το να δούμε νεκρό ένα αγαπημένο μας πρόσωπο, αλλά και μας φέρνει κοντύτερα, πιστεύω, στην πιο μυστήρια και άφατη ουσία αυτής της ίδιας της ύπαρξης μας. Ο θάνατος για μένα καθρεφτίζει τα βάθη της ζωής, βάθη απροσμέτρητα αλλά ουδέποτε ανώδυνα, και για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν έχω αισθανθεί τόσο «άνθρωπος» - με ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει - όσο όταν χάνομαι μπροστά στο συμβάν του θανάτου. Μετά από αυτά, και μέσα από το γράψιμο βέβαια - μέσα από μια σπαρακτική, αν θέλετε, υπέρβαση του φόβου -, οι θάνατοι που χαρίζω στα πρόσωπα μου, στους ήρωες μου, είναι θάνατοι παράξενοι, «μυθιστορηματικοί», όχι ακριβώς εξωραϊσμένοι, δεν θα το έλεγα, μα ίσως μαγεμένοι με την ίδια την αποστολή τους, ή με τα έμφοβα μάτια των «θηραμάτων» τους, θάνατοι - έρωτες περίπου, συχνά παράφοροι, που παρασύρουν αυτά τα πρόσωπα για να τα οδηγήσουν σε ένα είδος τελείωσης: Η ζωή σας όλη είναι για να σας δοθεί αυτή η μαγική έξοδος, το εξαίρετο τέλος - κάτι τέτοιο φαίνεται να ψιθυρίζει στο αφτί τους ο μοναχικός αυτός καβαλάρης, μέσα από μια απόκοσμη ανεκλάλητη «συνεννόηση» μαζί τους. Μαζί μας. Θα κλείσω ενθυμούμενη κάτι που είπε ο Νίτσε• ότι δεν έχει σημασία τόσο η αιώνια ζωή όσο η αιώνια ζωντάνια. Αυτή την αιώνια ζωντάνια, λοιπόν, όλως παραδόξως την υποθάλπτει μάλλον ο θάνατος παρά την αντιμάχεται. Έτσι νομίζω.
Ζυράννα Ζατέλη, Το Βήμα, Μάιος 2007