Πώς επεξεργάζονται οι τρεις ποιητές τον μύθο του Πανός και του Διονύσου και πώς συνθέτουν τη συγκρητιστική θεολογία τους
Του Παντελή Μπουκάλα
(" Η Καθημερινή", 17 Ιουλ. 2001)
Ένας από τους κομβικούς μύθους του Εμπειρίκου είναι ο μύθος του αθάνατου θεού Πανός, ο οποίος αφήνει ανεξίτηλα τα ίχνη του σε όλο το έργο του ποιητή. Στην Παγκόσμιο Συμπολιτεία της Νέας Εποχής, στον «Μεγάλο Ανατολικό», «η επίσημος θρησκεία ήτο η του Πανός», ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στο επιμνημόσυνο κείμενό του για τη Μαρία Βοναπάρτη ο ποιητής δεν λησμονεί «τους λαγαρούς αυλούς του αιωνίου Πανός». Πόσο θα αυθαιρετούσαμε άραγε αν υποθέταμε ότι ο Εμπειρίκος αναδέχεται και επανεγγράφει, σαφώς μετατοπίζοντάς το και μετατονίζοντάς το, ένα από τα πολλά θέματα της ιδιαίτερα εκτεταμένης παλαμικής ποίησης; Στο «Αργώ ή Πλους αεροστάτου», λοιπόν, ο Πέντρο Ραμίρεθ κραυγάζει: «Ο Μέγας Παν δεν πέθανε! Ο Μέγας Παν δεν πεθαίνει!» Η κραυγή ετούτη, που επιχειρεί να αντισταθεί στην ιστορία, στην ιστορία των θρησκειών και των παθών, έχει ήδη ακουστεί σχεδόν με τα ίδια λόγια το 1897, στη συλλογή του Κωστή Παλαμά «'Ιαμβοι και ανάπαιστοι», έστω κι αν αυτό δεν το θυμόμαστε περισσότερο απ' όσο θυμόμαστε ότι το μοτίβο της γραφής στην άμμο υπήρξε (και) παλαμικό («Κάτου στην άμμο του γιαλού μια μέρα, μακριά της, / εκεί που μόνος έστεκα έγραψα τ' όνομά της...») πριν κατοχυρωθεί, και διά της μελοποιήσεως, στον Σεφέρη («Πάνω στην άμμο την ξανθή / γράψαμε τ' όνομά της...»). Έγραφε λοιπόν ο Παλαμάς:
«Η γη μας γη των άφθαρτων/αερικών και ειδώλων,/πασίχαρος και υπέρτερος/θεός μας είν' ο Απόλλων.//Στα εντάφια λευκά σάβανα/γυρτός ο Εσταυρωμένος/είν' ολόμορφος Αδωνις / ροδοπεριχυμένος.// Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας/αθέλητα κρυμμένη·/ο Μέγας Παν δεν πέθανε,/όχι· ο Παν δεν πεθαίνει!».
Ως υποκείμενη τόσο στο ποίημα του Παλαμά όσο και στο κείμενο του Εμπειρίκου μπορούμε να θεωρήσουμε ένα σημαδιακό χωρίο στο έργο του Πλούταρχου «Περί των εκλελελοιπότων χρηστηρίων»: Ένα καράβι αναγκάζεται να αράξει στους Παξούς και μια φωνή από το νησί καλεί τον Αιγύπτιο κυβερνήτη να αναγγείλει, όταν θα περάσει από το Παλώδες, ότι «Παν ο μέγας τέθνηκεν». Κι όταν αυτός το ανάγγειλε, εγένετο «μέγας στεναγμός άμα θαυμασμώ μεμιγμένος». Ο θάνατος του θεού, ως θάνατος του κατά φύσιν βίου, του ιμέρου ή της Αρχαίας Θρησκείας, υπήρξε ερεθιστικός για όλες τις μορφές της τέχνης στη διάρκεια των αιώνων, όπως τεκμηριώνεται και στο βιβλίο του Σερ Τζον Μπόρντμαν «Ο μέγας θεός Παν. Η επιβίωση μιας εικόνας». Από αυτό το λαμπρό δοκίμιο αποσπώ μερικούς στίχους της Αγγλίδας ποιήτριας Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνιγκ, σε μετάφραση του Άρη Μπερλή: «Η θλιβερή κραυγή σηκώθηκε/και έσβησε μακρόσυρτη στον αέρα / μελαγχολική κι απεγνωσμένη./Και άκουσα τα λόγια που είπε:/Πέθανε ο Παν. Απέθανε ο μέγας Παν,/ο Παν, ο Παν απέθανε.»
Είναι αναγκαίο ωστόσο να συνυπολογίσουμε στους πιθανούς γεννήτορες της εμπειρίκειας αναβάθμισης του μύθου του Πανός τη διαπραγμάτευσή του από τον Άγγελο Σικελιανό, με τον οποίο άλλωστε ο Εμπειρίκος μοιράζεται, εκτός των άλλων, τη λογική των ανοιχτόκαρδων εγκωμίων προς ομοτέχνους· από τις σικελιανικές «ωδές» για τον Μαβίλη, τον Βαλαωρίτη, τον Παλαμά, τον Παπαδιαμάντη, την Πολυδούρη, τον Μαλακάση έως τους ύμνους για τους Μπεάτους, ο δρόμος είναι ομαλός. Ο ίδιος ο Εμπειρίκος, πάντοτε αυθόρμητα ειλικρινής και τρυφερός που τους άλλους ποιητές, στο ποίημα «Του Αιγάγρου» της «Οκτάνας» τιμά τον «Αρχάγγελο Σικελιανό που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων και ανάστησε (Πάσχα και αυτό) τον Πάνα». Ίσως θα ήταν πιο κοντά στα πράγματα και στα ονόματα αν έλεγε ότι ο Σικελιανός ανάστησε τον Διόνυσο, εντούτοις, για να προσοικειωθεί τον αναστάσιμο λόγο του Σικελιανού και να τον εντάξει στο δικό του κοσμολογικό-θεολογικό σύστημα, μεταβαίνει από τον Διόνυσο στον σχεδόν μόνιμο συνοδό του και ενίοτε ταυτόσημό του, τον Πάνα. Δεν λείπει βέβαια ο Παν από τη σικελιανική ποίηση, δεν δεσπόζει όμως, εφόσον «αιώνιος θεός» ονομάζεται ο Διόνυσος, λ.χ. στο ποίημα «Ελεύτερα Δωδεκάνησα». Στο «Πέμπτο Ευαγγέλιο» του έργου «Πάσχα των Ελλήνων», «μικρή καμπάνα εφώναζε τρεμάμενη τον Πάνα», ενώ με το ποίημα «Ο Παν» ο Σικελιανός αινεί τον τράγο («άρχος και ταγός»), ευκρινή υπόσταση ενός θεού «αιγιπόδη δικέρωτος πολυκρότου ηδυγέλωτος» κατά τον σχετικό Ομηρικό Ύμνο, τον οποίο «τον είδαν οι αθάνατοι / κι όλοι τους τότε στην ψυχή τους καταχάρηκαν / και προπαντός ο Βάκχειος Διόνυσος· / και Πάνα τον ονόμασαν γιατί πάντων τις φρένες έτερψε» (κατά τη μετάφραση του Δημήτρη Παπαδίτσα και της Ελένης Λαδιά).
Τα πράγματα δεν είναι ποτέ ευθύγραμμα βεβαίως, αργότερα πάντως, στην υπερρεαλιστική ήπειρο, ο τράγος θα γίνει Αίγαγρος, στο ποίημα «Του Αιγάγρου» το οποίο, συν τοις άλλοις, μας βεβαιώνει πόσο δημοτικός ήταν εντέλει ο καθαρεύων λόγος του Εμπειρίκου: «Πήδηξε ο αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάει τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάη. Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. Το τρίχωμά του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω απ' το κεντρί του, το μέγα σήμαντρον της απολύτου ορθοδοξίας ταλαντευόμενον σε κάθε σάλεμά του, βαριά και μεγαλόπρεπα κουνιέται.»
Συγκρητισμός
Ο Σικελιανός λοιπόν συνθέτει τη θεολογία του με άξονα τον «Ελεύτερο Θεό» Διόνυσο, τον «Εσταυρωμένο Βάκχο». «Ω Πάσχα, / πανσεβάσμιο Πάσχα! / Ω Ιακχε! / Απόλλωνα! / Ιησού!» αναφωνεί στο ποίημά του «Διόνυσος-Ιησούς», μια από τις διαυγέστερες εκτυπώσεις του συγκρητιστικού του πάθους, που φέρνει στο νου το ποίημα «Άρτος και Οίνος» του Φρίντριχ Χέλντερλιν. «Ω Λόγε-Διόνυσε! (...) Τεράστιε Βάκχε! (..) Ω Λόγε-Ελλάδα» επανέρχεται στο ποίημα «Απόλλων Διονυσόδοτος». «Γλυκό μου βρέφος, Διόνυσέ μου και Χριστέ μου» προσεύχεται στο «Διόνυσος επί λίκνω», για να κορυφώσει την τέχνη του στο εξαίσιο ποίημα «Μέγιστον μάθημα» που απολήγει (δηλαδή ανοίγει) με την εξής κατά του θανάτου νικητήρια αποστροφή: «'Ο,τ' έχει σμίξει με το Διόνυσο κι ώς μέσα/το μυστικόν εγεύτη Θάνατο βαθιά του/πριχού το θάνατο τον άλλο αντικρίσει,/δεν σταματά μεσοστρατίς στην Αιωνιότη,/μα, ως την πνοή του όλη την ξόδεψε στο δώρο/και την ψυχή του την εγύμνωσεν η Αγάπη,/γυμνό θα πάρει της Αβύσσου το στεφάνι!»
Ο Εμπειρίκος, υλικότερος, σωματικότερος, οργανωτής μιας χθόνιας θεολογίας, στο ποίημά του «Το μέγα βέλασμα ή Παν-Ιησούς Χριστός» του 1964 μετακινείται από τον σικελιανικό Διόνυσο-Χριστό στον Πάνα-Χριστό (προφανής και σημαίνουσα η αναλογία των δύο τίτλων) και δοξολογεί, επίσης με συγκρητιστικό πάθος (αν θυμηθούμε τον Λόγο-Αμνό του χριστιανικού συστήματος) «το βέλασμα του ωραίου αμνού, του αμνού-κριού του αίροντος τας αμαρτίας του κόσμου».
Έπειτα από αυτά τα σχηματικά και ανολοκλήρωτα για το «λαβείν», ελάχιστα, και πάλι σχηματικά, για το «δούναι». Η απελευθερωμένη γλώσσα του Εμπειρίκου (ένα μόνο στοιχείο της οποίας είναι η χρήση μιας μορφής της καθαρεύουσας), η απελευθερωτική διαχείριση της εικόνας στο έργο του, η ανάδειξη μιας ολόκληρης ηπείρου που παρέμενε σκιασμένη, της ερωτικής-σεξουαλικής, η λογοτεχνικά υψηλή νομιμοποίηση που πρόσφερε τόσο στην κομφορμιστικά θεωρούμενη αταξία όσο και στην ύλη και τη δράση του υποσυνειδήτου και του ονείρου, η υπεράσπιση μια ποιητικής τέρψης συγκερασμένης με το κοινωνικό διαφέρον, το αντιεξουσιαστικό φρόνημα που στοιχειοθετούν οι επιθέσεις του κατά των εμπόρων της δεισιδαιμονίας, όλα τούτα συνιστούν πολύτιμη προικοδοσία, αρκετές πτυχές της οποίας έδωσαν καλούς γόνους στο έργο των μεταγενέστερων. Τα προβλήματα, ίδια από την αρχαιότητα, ανακύπτουν όταν μας έλκει αποκλειστικά το λαμπερό επιφαινόμενο και ο ήχος. Το ότι αυτή η μιμητική αναπαράσταση του υψηλού προτύπου είναι παλιά αμαρτία μάς το βεβαιώνει ένα επίγραμμα από το ενδέκατο Βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας, που αποδίδεται σε κάποιον ποιητή Κερεάλιο, παντελώς άγνωστο κατά τα λοιπά:
«Ου το λέγειν παράσημα και Αττικά ρήματα πέντε,/ευζήλως εστίν και φρονίμως μελετάν·/ουδέ γαρ ει "κάρκαιρε" και ει "καναβεί" τό τε "σίζει"/και "κελάρυζε" λέγεις, ευθύς Ομηρος έση./Νουν υποκείσθαι δει τοις πράγμασιν και φράσιν αυτών/είναι κοινοτέραν, ώς γε νοείν α λέγεις.»
Ας μου επιτραπεί μια μεταφορά στα νέα ελληνικά:
«Όχι βέβαια. Αν μηρυκάζεις λέξεις παράδοξες και πέντε ρήματα/της αττικής, δεν πάει να πει ότι με ζήλο μελετάς και φρονιμάδα./Και δεν θα γίνεις αυτομάτως Όμηρος αν πεις "κελάρυζε"/ή "κάρκαιρε" ή "καναβεί" ή "σίζει". Καλύτερα να υποτάσσεται/στα πράγματα ο νους σου, και να μιλάς απλά,/ώστε τουλάχιστον να εννοείς τα ίδια τα λεγόμενά σου.»
Ποια τα «κάρκαιρε» του Εμπειρίκου, ποια τα «καναβεί» και τα «σίζει»; Μια καλή ιδέα μας δίνει ο Ελύτης: «Οι λέξεις που κυριαρχούν στην πρώτη περίοδο του Εμπειρίκου [...] είναι: στέαρ, ευνή, χοάνη, βόστρυχος, θύσανος, θρυαλλίς, μαρμαρυγή, γδούποι, ορυμαγδός, κορυβαντιώντες, εμβρόντητος: ό,τι υποβάλλει το γλίστρημα, την ηδονή, τη μαρμαρυγή, την ανάφλεξη, τη λάμψη, την αναφώνηση, την εκτίναξη». Πρόκειται για «φραστικές φόρμες ευγλωττίας» (του Ελύτη και πάλι ο χαρακτηρισμός) με τις οποίες καταλήξαμε να ταυτίσουμε τον Εμπειρίκο, ύστερα από ακολουθία παραναγνώσεων ή απλώς οκνηρών αναγνώσεων, καταφέρνοντας χονδρικώς ό,τι και εκείνοι που πρώτοι πρώτοι ασχημόνησαν εις βάρος της ποιητικής του πρότασης, στη δεκαετία ήδη του τριάντα: να τον εκλάβουμε σαν ισότιμο του λεκτικού του, να θεωρήσουμε πως ο υπερρεαλισμός άλλο δεν είναι παρά μια ενορχήστρωση της λεκτικής φαντασμαγορίας, ενός αυτοματισμού που ξεκινάει σαν θεωρία και ιδεολόγημα και καταλήγει βαρύγδουπη κενολογούσα ευκολία.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, «ο λογοποιός του υψωμένου συναισθήματος» κατά το χαρακτηρισμό του Γιάννη Δάλλα, μας ενδιαφέρει ως ποιητής, κι όχι επειδή υπήρξε ψυχαναλυτής, όχι επειδή αρνήθηκε την τάξη του, ούτε καν επειδή υπήρξε απόστολος ενός ρεύματος. Μας ενδιαφέρει όχι για τη βιογραφία του αλλά για την εργογραφία του, όχι για την ιστορία του αλλά για τη λογοτεχνία του. Μας ενδιαφέρει επειδή καθιέρωσε τον «οίστρο της ζωής», έστω κι αν γνώριζε άριστα, ως αυθεντικός ποιητής, ότι τις πιο πολλές φορές είμαστε υποχρεωμένοι να τον επινοήσουμε αυτοδαπανώμενοι.