Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Ο ΚΟΤΣΥΦΑΣ









Κάνει κρύο, κάνει τσίφι  γιὰ τὸ δόλιο τὸ κοτσύφι!...
         Ἀλήθεια, κάνει κρύο δυνατό, κι ὁ κότσυφας δὲν ξέρει  ποῦ νὰ πάῃ νὰφυλαχτῇ. Νὰ πάῃ πέρα μὲ τὰ χελιδόνια καὶ τ’ ἄλλα ταξιδιάρικα πουλιά,δὲν τὸ θέλει. Τὸ ξέρει, πὼς ἐκεῖ καὶ ζέστη θὰ βρῇ καὶ ἄφθονα ἔντομα,γιὰ νὰ φάῃ. Μὰ τὸν τόπο, ποὺ γεννήθηκε, δὲν τὸν ἀλλάζει
- Κάλλιο νὰ πεθάνω, παρὰ νὰ ξενιτευτῶ, λέει μὲ πεῖσμα.Καὶ χτυπᾷ δυνατὰ τὰ φτερὰ καὶ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸν κισσό, ποὺ  σκαλώνει πυκνὸς στοὺς τοίχους ἑνὸς ἐρημοκκλησιοῦ. ᾽Εκεῖ οὔτε ἄνεμος  οὔτε χιόνι μπορεῖ νὰ τὸν φτάσῃ. Τὰ φύλλα τοῦ κισσοῦ εἶναι σκληρὰ σὰν πετσὶ καὶ οἱ πέντε γλῶσσες τοῦ ἑνὸς φύλλου μπαίνουν στ’ ἀνοίγματα τοῦ ἄλλου καὶ σφαλίζουν τόσο καλά, σὰ να κάνουν ἕνα καταπράσινο σκέπασμα ἀπάνω στὸν τοῖχο. Ἂν πῇς γιὰ φαγί, ἂς εἶναι καλὰ οἱ μικρὲς  ρῶγες τους, ποὺ μοιάζουν μὲ χοντρὰ σκάγια. Βέβαια, δὲν εἶναι γλυκειὲς σὰν τὶς ρῶγες τοῦ σταφυλιοῦ οὔτε ξινόγλυκες σὰν τὰ βατόμουρα. Μὰ ὡριμάζουν στὴν ὥρα, ποὺ λείπουν ἐκεῖνα, καὶ εἶναι πολὺ καλὲς καὶ θρεπτικὲς.- ῎Επειτα, λέει ὁ κότσυφας, δὲν εἶναι λίγο νὰ κάνῃς ἔτσι ἀπὸ τὴ φωλιά σου καὶ νὰ βρίσκῃς ἕτοιμο τὸ φαγί σου.

Κάνει κρύο, κάνει τσίφι  γιὰ τὸ δόλιο τὸ κοτσύφι!..
Ἀλήθεια, κάνει κρύο κι ὁ κότσυφας δὲν ξέρει ποῦ να πάῃ νὰ φυλαχτῇ.Καλὸς εἶναι ὁ κισσός, τὰ φύλλα του εἶναι σκληρὰ σὰν πετσὶ κι ὁκαρπός του νόστιμος καὶ θρεπτικὸς. Μὰ τὸ κρύο κατάντησε ἀνυπόφορο!Ἀλήθεια, τὰ φύλλα τοῦ κισσοῦ γυρίζουν κατὰ τὸν ἥλιο νὰ πάρουν φῶς καὶ ζεστασιά. Ἅμα ζεσταθοῦν ἐκεῖνα, θὰ δανείσουν καὶ στὸν κότσυφα λίγη ζέστη. ῎Οχι μόνο τὸν κότσυφα, μὰ καὶ τὸν τοῖχο θὰ πυρώσουν, καὶ τότε;
- Τότε θὰ εἶμαι σὰν ἄρχοντας κοντὰ στὴ θερμάστρα του, συλλογίζεταιτὸ πουλί.Μὰ ποῦ εἶναι ὁ ἥλιος; Μέρες τώρα χιονίζει ἀδιάκοπα καὶ ὁ βοριᾶς σφυρίζει θυμωμένος. Ἡ παγωνιὰ ὄχι μόνο φτάνει στὸ τοῖχο, μὰ περνᾷτοὺς τοίχους καὶ μπαίνει μέσα στὰ σπίτια. Ἀδύνατο νὰ κρατηθῇ ὁ  κότσυφας ἐκεῖ.- Πρέπει νὰ κατέβω στὶς ρεμματιές, λέει. ᾽Εκεῖ καὶ νὰ πέσῃ τὸ χιόνι,σὲ λίγες ὧρες θὰ λειώσῃ. Τὰ χαμόκλαδα θὰ εἶναι ντυμένα καὶ μπορῶνὰ φυλαχτῶ.Τὸ εἶπε καὶ τὸ ἔκαμε. Πέταξε ἀπὸ τὸν κισσὸ καὶ κατέβηκε στὴρεμματιά. Μὰ καὶ τὸ πέταγμά του εἶναι βαρύ. Τὰ φτερά του, ποὺ λάμπουν σὰ μαῦρο μεταξωτό, δὲν εἶναι ἀνάλογα μὲ τὸ σῶμά του. Δὲμποροῦν νὰ τὸ κρατήσουν πολλὴ ὥρα ψηλά, κι ὁ κακόμοιρος ὁ κότσυφαςκάθεται σὲ δέντρο, σὲ πέτρα, ἢ καὶ σὲ χαμόκλαδα, νὰ ξεκουραστῇ. Μέσαστὸ ἄσπρο χιόνι, ποὺ τὸν τριγυρίζει, φαίνεται ἡ μαύρη του κορμοστασιά.Ὅλα του εἶναι μαῦρα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μύτη του, ποὺ εἶναι κιτρινοκόκκινησὰν παλιὸ κεχριμπάρι. Τὰ πόδια του λάμπουν σὰν κλωνιὰ ἀπὸ κοράλλι.Κι ἡ σπιθωτὴ οὐρά του ἀνοίγει σὰ μαύρη ὁλομέταξη βεντάγια.Ἔτσι πότε πετῶντας καὶ πότε ἡσυχάζοντας σὲ δέντρο, σὲ πέτρα ἢ  χαμόκλαδο, ἔφτασε ὁ κότσυφας στὶς χαμηλὲς ρεμματιές:Κάνει κρύο, κάνει τσίφι,γιὰ τὸ δόλιο τὸ κοτσύφι!...

Τώρα ὁ κότσυφας τεντώνοντας τὸ ἕνα ποδαράκι του, λέει:- Οὔτε κρύο οὔτε τσίφι ἔχει ἐδῶ κάτω. Ζεστάθηκα γιὰ καλά.Στάθηκε ἐπάνω σ’ ἕνα χαμόκλαδο καὶ κοίταξε γῦρό του τὴνκοιλάδα.- Σωστὸς παράδεισος! εἶπε μὲ χαρά.Ἀλήθεια, σωστὸς παράδεισος. Τὸ χιόνι εἶχε λειώσει καὶ πολλὰρυάκια κελάρυζαν ἐδῶ κι ἐκεῖ, σὰ νὰ τραγουδοῦσαν τὴν ὄμορφη ζωή.Κελάρυζαν καὶ κυλοῦσαν τὰ νερά τους στὴ ρεμματιὰ κι αὐτὴ ἄνοιγετὴν ἀγκαλιά της καὶ τὰ κατέβαζε κάτω στοὺς κάμπους μὲ δυνατὴ βοή.Ὅπου ἦταν λάκκωμα, τὸ χιόνι σπιθοβολοῦσε ἀκόμη κόκκινες, κίτρινες,γαλάζιες χρυσορρόδινες σπίθες, κι ἀπὸ μέσα του πετιόταν ἡ νιογέννητηχλόη. Κοντὰ στὴ ρεμματιὰ φύτρωναν δάφνες καὶ μυρτιὲς μὲ τὶς μαῦρεςστρογγυλὲς ρῶγές τους, καὶ στὶς πλαγιὲς ψήλωναν λυγερές ἀγριελιὲςκαὶ ἥμερες ἐλιὲς μὲ τὸ γαλαζόμαυρο καρπό τους.

 Ὁ κότσυφας πεινοῦσεκαὶ δὲν ἤξερε τί νὰ πρωτοφάῃ.- Καλά τὸ λένε, ὅποιος ἔχει πολλὰ δὲν ἔχει τίποτα! εἶπε κοιτάζονταςδεξιὰ καὶ ἀριστερά. Νά, ἐγὼ τώρα ποὺ πεινῶ καὶ δὲν ξέρω τί νὰ  πρωτοφάω. Καλὸς ὁ καρπὸς τῆς δάφνης, μὰ καὶ τῆς μυρτιᾶς εἶναι καλύτερος, μοσκοβολάει! Καὶ τῆς ἀγριελιᾶς οἱ ἐλιὲς εἶναι γλυκειές, μὰκαὶ τῆς ἥμερης γλυκύτερες καὶ πιὸ θρεπτικές. Τί νὰ κάμω;᾽Εκεῖ, ποὺ συλλογιζόταν ἔτσι ὁ κότσυφας, βλέπει λίγο μακριά του ἕνα χαμόκλαδο, ποὺ τοῦ ἄλλαξε ὁλωσδιόλου τὴ σκέψι. Εἶχε τὰ κλαδιά τουὀρθὰ καὶ κόκκινα καὶ τὰ φύλλα του μακρουλά, στενὰ καὶ καταπράσινα.Ἀπάνω του καθόταν τὸ χιόνι κι ἔδειχνε πιὸ λαμπρὰ τὰ φύλλα τουκαὶ τὰ κλαδιά του. Μὰ μέσα ἀπὸ τὸ χιόνι ἔβγαιναν κάτι βαθυκόκκινα στρογγυλὰ κουμπιά, ποὺ ἔλαμπαν σὰ μεγάλα ρουμπίνια δεμένα στὸ  ἀσήμι.- ῎Α, τὰ κούμαρα!... φώναξε ὁ κότσυφας. Τώρα ξέρω καὶ παραξέρω τί νὰ πρωτοφάω.Δὲν πρόφτασε ν’ ἀγγίξῃ τὸ πρῶτο κούμαρο καὶ στάθηκε ἀνήσυχος.Κάποιον κίνδυνο ἔνοιωσε γῦρό του. Γύρισε δῶθε κεῖθε τὸ κεφάλι του καὶμὲ μιᾶς πέταξε χτυπῶντας δυνατὰ τὰ φτερά του.Οἱ κυνηγοὶ τὴν ἔζωσαν τὴν κοιλάδα. Τὰ σκυλιὰ ἔτρεχαν γαυγίζονταςκαὶ γύριζαν τοὺς θάμνους καὶ τὰ βάτα. Μὰ ὁ κότσυφας δύσκολα χτυπιέταιἀπὸ τοὺς κηνυγούς. Ἀδύνατο νὰ πιαστῇ ζωντανὸς ἀπὸ σκυλί.Ξέρει νὰστριφογυρίζῃ ἀνάμεσα στὰ κλαδιὰ τόσο γοργά, ποὺ νὰ θαμπώνῃ τοῦκυνηγοῦ τὸ μάτι. Ξέρει νὰ κρύβεται ἔτσι μέσα στὰ χαμόκλαδα, ποὺἀδύνατο νὰ τὸν βρῇ λαγωνικό. ῎Ετσι γλύτωσε. Καὶ ὅταν κατάλαβε πὼςοἱ ἐχθροί του ἔφυγαν, γύρισε στὶς κουμαριὲς καὶ ρίχτηκε μὲ ὄρεξι στὰ κούμαρα. ῞Ἔφαγε, ἔφαγε, ὅσο ποὺ χόρτασε.κάνει κρύο, κάνει τσίφιγιὰ τὸ δόλιο τὸ κοτσύφι!...

Τώρα ὅμως πάει τὸ κρύο. Ἦρθε ἡ ἄνοιξι καὶ ὁ κότσυφας ἀπόχτησε καὶ  τὸ ταῖρι του. Τὸ Μάρτη πέταξε μὲ τὴ συντρόφισσά του ἀπὸ τὴν κοιλάδακαὶ χώθηκε στὸ δάσος. Τώρα τὸ δάσος ἄρχισε πάλι νὰ φουντώνῃ καὶ  νὰ μορφαίνῃ. Βιάζεται τὸ ζευγάρι νὰ χτίσῃ τὴ φωλιά του καὶ νὰ κάμῃτὰ παιδιά του. Βρῆκε κάτι ὄμορφα χαμόκλαδα στὴ ρίζα ἑνὸς βράχου κιἐκεῖ μέσα κάθησε. Συνάζει ρίζες λεπτὲς καὶ ξερὰ χορτάρια, χτίζει ἐκεῖτὴ φωλιά του κι ἀπὸ μέσα τὴν ἀλείφει μὲ λάσπη. ῾Η κυρὰ κοτσυφίνα κάθεται καὶ γεννᾶ πέντ’ ἕξ αὐγὰ γαλαζοπράσινα μὲ κόκκινες βουλίτσες.᾽Εκεῖ τὰ κλωσσᾷ, κι ὁ κότσυφας στὴν κορφὴ τοῦ βράχου κάθεται καὶφυλάγει, νὰ μὴν τύχῃ κανένας κίνδυνος. Φυλάγει καὶ δὲν παύει νὰ κελαηδῇ τὴν εὐτυχία του. Τὸ κελάηδημά του μοιάζει μὲ σφύριγμα καὶἀντηχεῖ σὲ ὅλο τὸ δάσος. Ἀπὸ τὸν κότσυφα καὶ τ’ ἀηδόνι κανένα ἄλλο  πουλὶ δέν κελαηδεῖ στὴν πατρίδα μας τόσο μελῳδικά. Νομίζει κανεὶς  πὼς ἀκούει φλάουτο. Καὶ τὸ νοιώθει ὁ κότσυφας πὼς εἶναι καλὸςτραγουδιστής, γιατί, ὅταν τραγουδῇ ἀνεβαίνει ἢ σὲ ψηλὸ βράχο ἢ στὴνκορυφὴ δέντρου.῾Ο κότσυφας ἀγαπᾷ τὶς δροσιές, ὅπως καὶ τ’ ἀηδόνι.Ὅταν βγοῦν τὰ πουλάκια ἀπὸ τ’ αὐγό, εἶναι ὁλόγυμνα. Ἀπὸ τὸπρωῒ ὡς τὸ βράδυ πατέρας καὶ μητέρα δὲ βρίσκουν ἡσυχία. Κυνηγοῦν σκουλήκια κι ἄλλα ἔντομα καὶ τὰ φέρνουν νὰ θρέψουν τὰ παιδιά τους.Κι ὅταν μεγαλώσῃ τὰ παιδιά του, ὁ κότσυφας δὲ μένει ἥσυχος.Βρίσκεται σὲ ἀδιάκοπη κίνησι. Μόνο ἡ μεγάλη ζέστη τοῦ μεσημεριοῦ τὸν  κρατεῖ λίγο. ῞Οταν εἶναι ἀπάνω στὸ χῶμα, πηδᾷ μὲ μεγάλα πηδήματα τριγῦρο. Ὅταν νοιώσῃ κάτι ἀσυνήθιστο, σηκώνει ἀμέσως ἀπάνω τὴνοὐρὰ καὶ κατεβάζει πρὸς τὰ κάτω τὶς φτεροῦγες.Κι ὅταν ἔρθῃ ὁ χειμῶνας, ἀρχίζει πάλι τὴν ἴδια ζωή:Κάνει κρύο, κάνει τσίφι  γιὰ τὸ δόλιο τὸ κοτσύφι!...

Ἀνδρέας Καρκαβίτσας





ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ
Β΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ  ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ  ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1957