Odysseus Elytis
THE SLEEP OF THE BRAVE
They will smell of incense, and their faces are burnt by their crossing through the Great Dark Places.
There where they were suddenly flung by the Immovable
Face-down, on ground whose smallest anemone would suffice to turn the air of Hades bitter
(One arm outstretched, as though straining to be grasped by the future, the other arm under the desolate head, turned on its side,
As though to see for the last time, in the eyes of a disembowelled horse, the heap of smoking ruins)—
There time released them. One wing, the redder of the two, covered the world, while the other, delicate, already moved through space,
No wrinkle or pang of conscience, but at a great depth
The old immemorial blood that began painfully to etch, in the sky’s blackness,
A new sun, not yet ripe,
That couldn’t manage to dislodge the hoarfrost of lambs from live clover, but, before even casting a ray, could divine the oracles of Erebus...
And from the beginning, Valleys, Mountains, Trees, Rivers,
A creation made of vindicated feelings now shone, identical and reversed, there for them to cross now, with the Executioner inside them put to death,
Villagers of the limitless blue:
Neither twelve o’clock striking in the depths nor the voice of the pole falling from the heights retracted their footsteps.
They read the world greedily with eyes now open forever, there where they were suddenly flung by the Immovable,
Face-down, and where the voltures fell upon them violently to enjoy the clay of their guts and their blood.
Ο ΎΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ
Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά
τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, σ’ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα’ φτανε
να πικράνει τον αέρα του Άδη
(Το’ να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’αρπαχτεί απ’ το μέλλον,
τ’ άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι
Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου
αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κά-
λυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες
στο διάστημα.
Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα
Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται,
μέσα στη μελανάδα τ’ ουρανού
Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό
τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το
έρεβος…
Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί
Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη και ανα-
στραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέ-
σα τους τον Δήμιο
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!
Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή του Πό-
λου κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματα τους.
Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ’ ανοιχτά για πάντα, κει
που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευφρανθούν τον
πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα.
Image: Χρήστος Γαρουφαλής http://www.aitnia.gr