Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Είδωλα καμόντων - Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ Για τη Νέκυια του Χρόνη Μπότσογλου








Συνειρμοί λοξοί που θέλουν να γεφυρώσουν τη Νέκυια της Οδύσσειας, αφηγημένη μπροστά στους Φαίακες από τον Οδυσσέα σε εξακόσιους σαράντα στίχους της ενδέκατης ραψωδίας, με τη χειροποίητη Νέκυια του Χρόνη Μπότσογλου, ιστορημένη σε είκοσι έξι συνεχόμενους μεγάλους πίνακες, που προσβλέπουν στο δικό τους μέλλον μέσα από το δραματικό τους παρελθόν.
________________________________________
Να θυμίσω ότι η οδυσσειακή Νέκυια λειτούργησε λίγο πολύ ως λογοτεχνικό (και καλλιτεχνικό) αρχέτυπο, προκαλώντας πολλές διαδοχικές παραλλαγές, ανάλογα με την εποχή και το γούστο της. Γεγονός που σημαίνει ότι ο Μπότσογλου δεν μονολογεί στη συγκεκριμένη περίπτωση. ΄Ετσι κι αλλιώς τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας και της τέχνης συγκλίνουν με συμπάθεια σε όσους τα προσέχουν, δίχως να τα προσκυνούν, επειδή ψάχνουν κι αυτά μέσα στον χρόνο τη συνέχειά τους, την επιβίωσή τους. Μ’ αυτό το μέτρο κάθε παραλλαγή της οδυσσειακής Νέκυιας μπορεί να εκτιμηθεί και ως πράξη αμοιβαίου αναγνωρισμού.




Υπό τον όρο ότι ο νεότερος συγγραφέας ή καλλιτέχνης δέχεται να βυθιστεί μνημονικά στον κόσμο των νεκρών, για να αναγνωρίσει αγαπημένες φωνές και σκιές, συνομιλώντας μαζί τους. Αυτό εξάλλου θα πει Νέκυια —λέξη μεταγενέστερη, παράγωγη από την ομηρική λέξη νέκυς, που σημαίνει νεκρός. Μ’ αυτή την παράξενη για τα δικά μας ακούσματα ονομασία επέγραψαν εύστοχα οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι την ενδέκατη ραψωδία, υποδηλώνοντας το περιεχόμενο και τη σκηνοθεσία της. Γιατί, όπως σωστά σημειώνει ο Φάνης Κακριδής, «Νέκυια είναι το ανακάλημα, μια τελετή, που μ’ αυτήν οι ζωντανοί προσκαλούν τους νεκρούς να βγουν από τα βάθη του ΄Αδη, για να τους συμβουλεύσουν το μέλλον». Αναλόγως συμπεριφέρεται και ο Χρόνης Μπότσογλου.



Οι νεκροί, οι ψυχές και οι σκιές τους, ονομάζονται στην εικοστή τέταρτη ραψωδία είδωλα καμόντων. Είδωλον είναι γενικότερα το ομοίωμα• εδώ η εικόνα ενός σώματος που απόκαμε και εξαντλήθηκε. Αφού κάμνω σημαίνει: "κουράζομαι", "καταπονούμαι, φτιάχνοντας κάτι δύσκολο". Κι αυτός ο εξαντλητικός μόχθος μπορεί να είναι κάποτε η συντελεσμένη ζωή, που δοκιμάζοντας την αντοχή του σώματός το καταλύει. Απομένει εφεξής η σκιά του, το ομοίωμά του, ως νοσταλγία του ζωντανού κάποτε σώματος.



Είδωλα καμόντων εικονίζει και ο Χρόνης Μπότσογλου, ομοιώματα σωμάτων που τα θυμάται επίμονα και τα νοσταλγεί. Μόνο πού τώρα το είδωλο διπλασιάζεται•  ζωγραφισμένο γίνεται είδωλο ειδώλου. Από εκεί και πέρα ο αντικατοπτρισμός συνεχίζεται στο μάτι του θεατή.



Υπάρχουν, όπως φαίνεται από τα διάσημα αρχαία παραδείγματα, δύο τουλάχιστον τρόποι καθόδου ζωντανού ήρωα στον ΄Αδη: ο ένας είναι μάλλον κατακτητικός• ό άλλος παρακλητικός. Τον κατακτητικό τρόπο εφαρμόζουν λόγου χάριν: ο Ορφέας, που φλέγεται από την επιθυμία να επαναφέρει στον πάνω κόσμο την αγαπημένη του Ευριδίκη•  ή ο Θησέας και ο Πειρίθοος, που πήγαν να αρπάξουν από τα χέρια του Πλούτωνα την Περσεφόνη. Και βέβαια ο Ηρακλής, που κατεβαίνοντας στον ΄Αδη: τη μια φορά απελευθερώνει τον Θησέα και τον Πειρίθοο, τους ανεβάζει πάλι στη γη• την άλλη δαμάζει και μεταφέρει στον Ευρυσθέα τον άγρυπνο φύλακα του κάτω κόσμου, τον Κέρβερο• την τρίτη νεκρανασταίνει την ΄Αλκηστη.


Αντίθετα, η κάθοδος του Οδυσσέα στον Άδη έχει το νόημα εντεταλμένης οφειλής• ο ήρωας, με σύσταση της Κίρκης, πρέπει να συνομιλήσει με τη μόνη έμφρονη σκιά του κάτω κόσμου, τον Τειρεσία, τον διάσημο μάντη που θα μπορέσει να εξηγήσει τη συνέχεια και το τέλος του πολυπλάνητου νόστου του. Με άλλα λόγια: σε μια δύσκολη καμπή της μετατρωικής του περιπέτειας, που τον κρατά μακριά από την Ιθάκη, ο Οδυσσέας καλείται να μιλήσει με τους νεκρούς, γιατί οι ζωντανοί δεν του φτάνουν. Καταπώς δηλαδή το φαντάστηκε ο Σεφέρης, στα δίσεχτα χρόνια του τελευταίου πολέμου, εκεί κάτω στην αυτοεξορία της Αφρικής, ομολογώντας στον «Στράτη θαλασσινό ανάμεσα στους αγάπανθους» (Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄ ):
Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί•
πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα
γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς
για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.
Από τον οδυσσειακό Οδυσσέα παραδειγματίζεται και ο Χρόνης Μπότσογλου: καταδύεται στον δικό του κόσμο αγαπημένων νεκρών, ψάχνοντας τον δικό του Τειρεσία. Που απεικονίζεται με διπλασιασμένη τη μορφή δασκάλου-μάντη, στον οποίο μαθήτεψε μικρό παιδί ο Χρόνης Μπότσογλου -η μορφή του παιδιού προβάλλεται στα πόδια του δασκάλου. Σ’ αυτόν επιστρέφει, ώριμος πια, δόκιμος στον πόνο, δοκιμασμένος από τον χαμό δικών και φίλων, γυρεύοντας απόκριση για το νόημα της ζωής και του θανάτου.

Στην οδυσσειακή Νέκυια τα είδωλα καμόντων, πίνοντας αίμα, συνομιλούν με τον Οδυσσέα, αν εξαιρέσουμε τον αμίλητο, οργισμένο ακόμη μαζί του, Αίαντα -μετά επιστρέφουν πάλι στην άφεγγη σιωπή τους. Τα ζωγραφισμένα είδωλα του Χρόνη Μπότσογλου στέκουν αμίλητα. ΄Εχουν ωστόσο απορροφήσει τη μιλιά τους μέσα στην εικόνα τους: στη χειρονομία τους, στην έκφρασή τους, στα ρούχα και στα σκεύη τους• μ’ αυτά διηγούνται την ξοδεμένη ζωή τους, κάποτε και την απόφαση του θανάτου τους.



Στη μικρή Νέκυια της εικοστής τέταρτης ραψωδίας (την αφηγείται ο ίδιος ο ποιητής) ο ψυχοπομπός Ερμής οδηγεί τις ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων στον κάτω κόσμο κι αυτές τσιρίζουν σαν τις νυχτερίδες. Εδώ δεν μιλά πια κάποιος ζωντανός με τις σκιές του ΄Αδη, όπως συμβαίνει στη μεγάλη Νέκυια. Μιλούν μεταξύ τους οι ψυχές των νεκρών: ο Αχιλλέας με τον Αγαμέμνονα, ο Αγαμέμνονας με τους μνηστήρες, και ο διάλογός τους έχει να κάνει με το ένδοξο ή το άδοξο πέρασμά τους από τη ζωή στον θάνατο. Αναλόγως και τα είκοσι έξι ζωγραφισμένα είδωλα του Μπότσογλου, το ένα πλάι στο άλλο, καθένα στη σειρά και στην τάξη του, μοιάζει να συνομιλούν μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας την ανήκουστη σε μας φωνή τους μαζί με την αποτυπωμένη σιωπή τους.



Στη μεγάλη Νέκυια τα είδωλα καμόντων είναι μυθολογικά, επώνυμα πρόσωπα, ήρωες και ηρωίδες, δεν λείπει όμως και ο θίασος των προσηγορικά δηλωμένων, ο οποίος μάλιστα προτάσσεται στους επόμενους σπαρακτικούς στίχους:
Κι ευθύς μαζεύτηκαν
από το έρεβος του κάτω κόσμου ψυχές νεκρών που ο θάνατος
τους βρήκε: νύφες, παλικαράκια ,συφοριασμένοι γέροντες,
κορίτσια τόσο τρυφερά, με λαβωμένη την καρδιά από το πρόωρο πένθος•
πολλοί κι οι χτυπημένοι από κοντάρια χάλκινα,
άντρες που πολεμώντας έπεσαν, στο χέρι τους κρατώντας
ματοβαμμένα τα όπλα τους.
Τα ζωγραφισμένα πάντως είδωλα του Χρόνη Μπότσογλου δεν είναι μήτε φανταστικά μήτε μυθολογικά• πρόκειται για πρόσωπα πραγματικά, που με  τον ένα ή τον άλλο τρόπο έσμιξαν μαζί του, κι ύστερα χάθηκαν. Παρά ταύτα, αυτά τα πραγματικά πρόσωπα, είδωλα πια μιας ζωγραφισμένης Νέκυιας, που ανταποκρίνεται στην αφηγηματική Νέκυια της Οδύσσειας, δανείζονται από το οδυσσειακό τους πρότυπο το μυθολογικό τους προσωπείο. ΄Ετσι η εικόνα της μάνας παραπέμπει στην Αντίκλεια, του ηδονικού χορευτή στον Ελπήνορα, του δασκάλου στον Τειρεσία, και πάει λέγοντας. Οπότε γίνονται δισυπόστατα είδωλα: μισοπραγματικά, μισοφανταστικά.



Δεν είναι ωστόσο αχάριστα• ανταποδίδουν το οφειλόμενο χρέος, δανείζοντας τώρα στα μυθολογικά πρόσωπα της οδυσσειακής Νέκυιας ένα μερίδιο της δικής τους πραγματικότητας. Με αποτέλεσμα να γίνονται κι αυτά διπλά, καθώς εξ υστέρου αντικατοπτρίζουν την εικόνα πραγματικού προσώπου. ΄Ετσι μύθος και πραγματικότητα συμβάλλονται.
Υπάρχει ωστόσο κι ένας ακόμη σύνδεσμος ανάμεσα στα οδυσσειακά είδωλα και στις αντιγραφές τους από τον Χρόνη Μπότσογλου. Και στις δύο περιπτώσεις τα είδωλα τα αναζητεί επίμονα και τα ανασχηματίζει οδυνηρά η μνήμη. Στις εικόνες του η βασανιστική αυτή μνήμη επιβάλλει τη δική του εικαστική απογύμνωση. Σώμα γυμνό ο ίδιος, άσπρο σαν τον καμμένο ασβέστη, αναδιπλωμένο, ανακαλεί σκιές, που έχουν στο μεταξύ βουλιάξει στη λήθη κι είναι επώδυνο να τις ξαναφέρει τώρα στο αυλάκι της μνήμης του.


Ανάλογως συμπεριφέρεται και ο Οδυσσέας στην οδυσσειακή Νέκυια. Ξεχνούμε συνήθως ότι η κάθοδος του ήρωα στον ΄Αδη, όπως και οι άλλες ριψοκίνδυνες περιπέτειές του, έχουν συμβεί πριν από κάμποσα χρόνια, για την ακρίβεια: εννέα. Τώρα, στον δέκατο χρόνο του νόστου, ο Αλκίνοος επιμένει να ακούσει, μαζί με την ταυτότητα του ξένου που φιλοξενεί στο παλάτι του, τα όποια κατορθώματά του• κυρίως τα πάθη του, αυτά που τον κάνουν να θρηνεί σπαραχτικά, ακούγοντας το τελευταίο τραγούδι του αοιδού Δημόδοκου για τον δούρειο ίππο. ΄Ετσι ο Οδυσσέας ξεκινά τους Απολόγους του, αφήνοντας προτελευταία τη συνταρακτική Νέκυια. Στην εισαγωγή ωστόσο των Απολόγων ο Οδυσσέας προειδοποιεί τον Αλκίνοο ότι η αναμνηστική διήγηση που του ζητά, θα φέρει στον ίδιο οδυρμό και στεναγμό. Μιλάμε επομένως για μνήμη ματωμένη που ματώνει. Στο σταυροδρόμι της συναντά ο Χρόνης Μπότσογλου τον Οδυσσέα της μεγάλης Νέκυιας και μαθητεύει στην αναδρομική του τέχνη.
Η Νέκυια της Οδύσσειας συντελείται σέ ένα τόπο, όπου συμβάλλονται: ο κυκλικός Ωκεανός•  η υπερβόρεια χώρα και πόλη των Κιμμερίων, ανήλια δια παντός και παγερή•  ο Πυριφλεγέθων και ο Κωκυτός, δύο ποτάμια σύνορο του κάτω κόσμου. Κι εκεί, ενώ κρατούν γερά τα σφάγια ο Περιμήδης και ο Ευρύλοχος, ο Οδυσσέας με το μυτερό σπαθί του ανοίγει λάκκο –ένα πήχυ, φάρδος πλάτος– και χύνει τις σπονδές για τους νεκρούς : πρώτα μέλι με γάλα, κρασί μετά γλυκό, τρίτο νεράκι.
Γκρίζο, προς το άφεγγο μαύρο, και το φόντο του Χρόνη Μπότσογλου, πάνω στο οποίο αναδύονται από το έρεβός τους οι μορφές, κατά κανόνα μοναχικές, σπανίως αχνά συντροφευμένες. Και το νερό θαρρείς τις καθρεφτίζει, αφήνοντας αραιά και που να φαίνεται το χρώμα: αλλού μελί, κάπου άσπρο σαν γάλα αρύ, και μόνο κατ’εξαίρεση λίγο κόκκινο, γυρίζοντας στο μελανί. ΄Εχει κι η Νέκυια του Μπότσογλου τον τόπο της, τον λάκκο, τις σπονδές της.


Η Νέκυια της Οδύσσειας είναι συμμετρική, ακολουθώντας τους κανόνες της ώριμης γεωμετρικής τέχνης•  μοιρασμένη στα δύο, κάθε φορά με τρεις σκιές να προσέρχονται και να συνομιλούν με τον Οδυσσέα, πρώτα οι δικοί, μετά οι εταίροι. Προηγούνται: ο Ελπήνωρ, ο Τειρεσίας, η Αντίκλεια• έπονται ο Αγαμέμνων, ο Αχιλλέας και ο Αίας• μεσολαβεί ο συναρπαστικός κατάλογος των ηρωίδων και ο νεκρώσιμος κύκλος κλείνει με τον κατάλογο καταραμένων ηρώων και του δυσυπόστατου Ηρακλή.

Μπορεί να είναι ασύμμετρη η Νέκυια του Χρόνη Μπότσογλου, κρατεί ωστόσο τα δομικά στοιχεία του οδυσσειακού της προτύπου, τη διάκριση λόγου χάριν σε δικούς και φίλους. Στους δικούς προέχουν: τριπλή η μάνα, διπλός ο πατέρας• και ο κύκλος συμπληρώνεται με θεία, θείο, πεθερά, γιαγιά. Οι φίλοι πάλι είναι έντεχνοι, σπουδάζοντας ή ασκώντας διάφορες τέχνες: λαογραφία, θέατρο, χορό και βέβαια ζωγραφική. Έξι ομότεχνοι ονομασμένοι προσέρχοναι σ’ αυτόν τον εικαστικό νεκρόδειπνο.



Κάθε Νέκυια έχει το τέλος της, το ανθεκτικό της όριο. για τους ζωντανούς που την ακούν, τη διαβάζουν, τη βλέπουν. Γιατί, όπως λέει και η μάνα Αντίκλεια στον γιο της: δεν πρέπει να μείνει κι άλλο στο έρεβος του ΄Αδη. Οι πιο παρήγοροι στίχοι της οδυσσειακής Νέκυιας δείχνουν να ανεβαίνει ο Οδυσσέας πάλι στο φως του πάνω κόσμου, αναπλέοντας τον Ωκεανό:
΄Ετσι ομαλά ταξίδευαν του Ωκεανού οι ροές το πλοίο,
πρώτα με τα κουπιά, ύστερα μόνο με το πρίμο αγέρι.
΄Ησυχος νόστος, όσο ακόμη μας χαρίζεται η ζωή –μέσα και από τη Νέκυια του Χρόνη Μπότσογλου.



http://www.epea.gr/