Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

ΣΑΡΛΙΚΙΩΤΗ ΧΑΡΑ -- ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΙ ΤΟΠΟΙ









ΔΑΙΔΑΛΟΣ

Είναι το όνομα του βιβλιοπωλείου
Στη σκιά της ακακίας.
Ο υπεύθυνος αλλάζει τη βιτρίνα κάθε Τρίτη.
Επειδή από τα ράφια όλοι θέλουν να πετάξουν.
Και υπάρχουν τόσα πολλά να μάθεις για τις πτήσεις.
Ο Ντά Βίντσι σχεδίαζε πτητικές μηχανές.
Κάποιοι τις φθονούν ακόμα και σήμερα.
Ο Σαίντ Εξυπερύ πετούσε τη νύχτα με κατεύθυνση
Το Μπουένος Άїρες.
Η «Νυχτερινή πτήση» γράφτηκε μάλλον την ημέρα
Και ο Χεμινγουαίη συνέχισε να πετά
Ακόμα και μετά το δυστύχημα
Ενώ η Μαργαρίτα πετά στο δικό της ύψος χωρίς
Να φοβάται την πτώση.
Προσγειώνεται απαλά σε όποιο διαμέρισμα θελήσει
Για να το κάνει γυαλιά καρφιά.
Μοιάζει με όνειρο μορφίνης.
Αλλά και αυτοί που μένουν στις σοφίτες ονειρεύονται να πετάξουν.
Γι’ αυτό αφήνουν ανοιχτά τα παράθυρά τους ακόμα και στο κρύο.
Στους κάτω ορόφους οι ένοικοι αρκούνται στη φιλοσοφία.
Η σκέψη μπορεί να είναι μία αρετή μεταναστευτική.
Στο υπόγειο παίζουν χαρτιά αδιαφορώντας αν θα χάσουν.
Μιας και  έχουν κερδίσει μετάλλια στον τελευταίο πόλεμο.
Ανησυχούμε γιατί συχνά κάτι εμποδίζει την σκέψη μας.
Ίσως αυτοί οι τερμίτες της ερήμου.
Ή αυτός ο συνεχής θόρυβος του τρένου β´ κατηγορίας
Που διασχίζει την ξάγρυπνη Ιάβα.
Τρέχοντας προς ένα θέατρο σκιών;
Προς μία κατάφωτη υπαίθρια αγορά;
Ή μία εξιστόρηση των πολιτικών εκκαθαρίσεων στη δεκαετία τού  ’60.
Η φωνή της τυφλής που τραγουδά ανήκει πλέον
στις φωνές μας.
Και δεν θέλουμε ν´ αλλάξουμε τα χρώματα
Γύρω από το ηφαίστειο, ούτε την θερμοκρασία στην ιαματική λίμνη.
Βυθιζόμαστε στις αποχρώσεις και στη θέρμη μαζί με τα παιδιά
Που δείχνουν πιό σοφά από εμάς.
Ποιος έχει δίκιο; Ο Πασκάλ ή η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ;
Να έχεις την ικανότητα να μένεις ήσυχος στο δωμάτιό σου
Ή μία άλλη ικανότητα εξ ίσου δύσκολη και οδυνηρή
Να σβήνεις τον  τρόπο τής ζωής σου
Μακριά από το ήσυχο δωμάτιό σου;
Δεν είμαστε πλέον εμείς
Όταν βγούμε από το δωμάτιό μας.
Είμαστε η τυφλή που τραγουδά και αυτός
Που προσεύχεται σε άγνωστη γλώσσα.
Κάποιος που  διώχνει πουλιά στον πράσινο ορυζώνα,
Λαξεύει άγνωστες θεότητες στο ισχυρό ξύλο.
Ή καθοδηγεί φωτεινές μαριονέτες στο ήπιο σκοτάδι. 


 
ΕΞΙ ΕΙΚΟΝΕΣ

Είπες: θυμάσαι το χειμώνα στο Πίτσμπουργκ;
Ζούσαμε μόνοι με το σκίουρο Τζέσικα. Τα πόδια του,
γλιστρώντας στο χιονισμένο τραπέζι άνοιγαν την τροφή
πού του έδινες. Αγωνιούσε γιά την αναπνοή σου
στον κρύο αέρα τής πόλης τού Πίτσμπουργκ.
Είπα: πίσω από τα τεράστια παράθυρα οι κάτοικοι
τής πόλης έπιναν χρωματιστά ποτά, συζητώντας με τον
ήσυχο μπάρμαν. Εμείς βουλιάζαμε στο απαλό χιόνι
συγκεντρωμένοι στο δύσκολο έργο τής αναπνοής.
Αναζητούσαμε μιά ελαφριά τροφή, διαβάζαμε χωρίς
σχόλια το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο».
Είπες: η φωνή μας δεν μπορούσε να βγεί στον
κρυσταλλικό αέρα τής πόλης τού Πίτσμπουργκ. Η φωνή
μας κατέβαινε στο στήθος μας, οι φράσεις μας αποθηκεύονταν στους πνεύμονες.
Είπα: διασχίσαμε όλους τούς διαδρόμους τού νυχτερινού
νοσοκομείου, σκεφτήκαμε θα ήταν ωραία να δούμε τα
φώτα τής πόλης από τη στέγη αλλά αυτό απαγορευόταν.
Είπες: το βράδυ η Ελίζαμπεθ Ταίηλορ έπινε ασταμάτητα.
Στο ωραίο της κολιέ καθρεφτιζόταν η απόφασή της να είναι ανεξάρτητη.
Στο επόμενο φίλμ ο Πώλ Νιούμαν έδενε τα τραυματισμένα του δάκτυλα.
Είπα: μαζί σου αισθάνομαι πάντα την ίδια χαρά.
Ανεξήγητη και απρόβλεπτη, ήσυχη και αυτόφωτη, εισχωρεί στην τσέπη
τού στήθους σου πού ανασαίνει κάτω απ’ το παλτό τής πόλης τού
Πίτσμπουργκ.



ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ

Όταν προσγειώνεσαι στην Αφρική
Ο ουρανός είναι βαθύς
Απορροφά ακόμα και τα σύνορα.
Ενώ τα πουλιά γνωρίζουν όλα τα γεωμετρικά σχήματα.
Έχεις ξεχάσει ό,τι έμαθες ήσυχα στην αυλή
(ο πατέρας επόπτευε)
Ραμφίζοντας τή μουσική
Διώχνοντας μακριά τα κατοικίδια.
Θυμάσαι τα καινούρια πράγματα που έμαθες
Στη ρεσεψιόν των ξενοδοχείων και τη σχολή κινηματογράφου.
Αν και το σινεμά δεν είναι μια αφρικανική ιστορία, εσύ στήνεις
Την κάμερα στη διασταύρωση τών δρόμων ακίνητη, για ώρα,
Και ερευνάς
την πιεστική ανάγκη της σκιάς,
το θόρυβο της παλιάς μηχανής
και τα δεμάτια του ξερού χόρτου που κατρακυλούν.
Κάποιος σαπουνίζεται στην αυλή, χωρίς να διακόψει
Τη συζήτηση με τους φίλους του.
Τώρα πρέπει να απομακρύνεις την κάμερα από το σταυροδρόμι
Και να αναζητήσεις το κορίτσι πού ψάχνει το τηλεφωνικό κέντρο.
Αλλά οι γραμμές στην Αφρική ποτέ δεν λειτουργούν ικανοποιητικά.
Τα άσχημα νέα για τη φετινή σοδειά έρχονται με το ταχυδρομείο.
Οι συγγενείς την  αναζητούν για να της απευθύνουν το αίτημα για βοήθεια.
Η αλληλεγγύη λένε είναι η υψηλότερη έκφραση τού ανθρώπινου
πνεύματος, γιατί  κινητοποιεί την κοινότητα, το συλλογικό της αίσθημα.
Αυτό είναι το γράμμα που παίρνει καθυστερημένα
αφού και το ταχυδρομείο δεν λειτουργεί ικανοποιητικά.

Οι θόρυβοι δεν σταματούν.
Μπαίνουν ήσυχα στο δωμάτιο και αναστατώνουν τα βιβλία
που σου είχαν μάθει ό,τι τώρα έχεις ξεχάσει.
Γι αυτό και αρχίζεις να ξαναδιαβάζεις.
Ώσπου νυχτώνει.
Κανείς δεν επείγεται για σκιά, όλοι έχουν ελευθερωθεί από το
βάρος της.
Στο ραδιόφωνο οι ειδήσεις φτάνουν από παντού, αλλά ανάλογα
με τη γλώσσα διαφέρουν. αυτό συμβαίνει με τις γλώσσες.
Δεν διαφέρει μόνον ο ήχος αλλά και οι απόψεις και οι επιθυμίες.
Σκέφτεσαι: σε ποιά γλώσσα σκέφτεσαι;
Ο πατέρας μετέφραζε για σένα και γι αυτόν.
Στήνεις την κάμερα απέναντί του. Αν και δεν ζει πια
διαβάζει ακόμα. Γι αυτό και αφαιρείς τους ήχους.

Η νύχτα προσγειώνεται επιδέξια στα νερά.
Έρχομαι εδώ στο υψίπεδο όπου σκέφτομαι
Την ιστορία και τις ιστορίες που αύριο θα κινηματογραφήσω.
Το νυχτερινό γύρισμα κοστίζει ακριβά.
Και η σημερινή μέρα έχει τελειώσει.



 HOTEL ST JACQUES.

Είμαστε ήσυχοι και προστατευμένοι.
Χωρίς κλειδιά χωρίς κουζίνα.
Εάν έχουμε ένα αίτημα ή μία σκέψη
Καλούμε τη ρεσεψιόν.
Ο φύλακας άγγελος χωρίς αύρα, ούτε φτερά
Απαντά.
Δεν λέει από πού ήρθε.
Δείχνει αόριστα «από μακριά».
Ανήκει στη γή και κάθε φορά πού ανοίγει
Η αυτόματη πόρτα βλέπει «καινούργιους τρόπους για να ζήσεις».
Προφέρει ονόματα και διευθύνσεις φωναχτά.
Καινούργιοι ήχοι φθάνουν συνεχώς.
Η νύχτα εγκαθίσταται στο τζάμι.
Γέρνει στο κρεβάτι. Είναι επικλινής.
Οι πλειάδες θρυμματίζονται στο δωμάτιο είκοσι έξι.
Ο ύπνος αρχίζει με ένα ελάφι
πού τρέχει στο ασύλληπτο δάσος.
Τελειώνει όταν το ελάφι έχει παγιδευτεί
Στο όνειρο τής νύχτας.