ΓΗΠΕΔΟΝ
Στὴ Μάτση
Εἴσουν σὰν μιὰ σιγὴ ποὺ τὴν διαπερά ὁ ἄνεμος. Τὸ τραῦμα σου ὅμως, τὸ εἶχα ἐπουλώσει καὶ οἱ λέξεις ποὺ λέγαμε, μᾶς πλησιάσανε τόσο, ποὺ καὶ ἡ σιγὴ καὶ τὸ διάκενο των ἡμερῶν πρὶν γνωρισθοῦμε, χάθηκαν ὁλοτελῶς. Στὸ γήπεδο τῆς συναντήσεώς μας, ποὺ ἔγινε γήπεδο τῆς ἀγάπης μας, δὲν γειτνιάζουν ἄλλοι. Εἶσαι καλὴ καὶ ἡ καλλονή σου ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς πολιτείας, καὶ φθάνει ἴσαμε τὰ κράσπεδα τῆς χθεσινῆς σου μοναξιᾶς, ποὺ τὴν κατέλυσες ἐσύ. Ναί, στὸ γήπεδο αὐτό, δὲν γειτνιάζουν ἄλλοι. Εἶμαι κοντά σου ἐγὼ καὶ μένω μὲσ’ στὶς ἐλπίδες σου, ὅπως μένεις ἐσὺ μέσα στὰ βλέφαρά μου, ὅταν κοιμᾶμαι. Οἱ λέξεις τῶν ἄλλων δὲν ἔχουν σημασία, γιατί χάσαν τὸ ὕφος ποὺ εἴχανε πρὶν γνωρισθοῦμε, καὶ τὰ πρόσωπα τῶν ἄλλων ἤρχισαν νὰ μοιάζουν μὲ ξένα πρόσωπα, ἄγνωστα σὲ μένα καί, ἴσως, καὶ σὲ σένα. Ὡστόσο, τί πειράζει. Τὸ κέλυφος τοῦ παρελθόντος ἔσπασε, καὶ βγῆκες ἐσύ, γιομάτη, ὁριστικὴ καὶ μὲ βελοῦδο ποὺ ἄφηνε ἡμίγυμνο το στῆθος σου. Γι’ αὐτὸ τοῦτο τὸ γήπεδον, δὲν θὰ τὸ λησμονήσω ποτέ· θὰ τὸ ἀγοράσω, καὶ ποτὲ δὲν θὰ τὸ πουλήσω. Γι’ αὐτὸ θὰ σοῦ πῶ πὼς εἶμαι σὰν μία πέτρα ποὺ τὴν κρατᾶς ἐσὺ στὸ χέρι σου. Πέτρα θερμή, παλλομένη μὲ κάθε χτυποκάρδι μου, μὲσ ’ στην ἡδύτητα τῆς ἁφῆς σου. Ὅταν ξυπνήσουν μέσα της οἱ ἀναμνήσεις ἄλλων ἐτῶν, θὰ φανοῦν καὶ στοὺς δυό μας, σὰν ἀπολιθωμένα χρονικά της ἱστορίας, γιατί καὶ οἱ πέτρες ἔχουν τὴν ἱστορία τους, ὅπως καὶ ἡ πέτρα ποὺ θὰ κρατᾶς ἐσὺ στὸ χέρι σου. Γι’ αὐτό, τοῦτο τὸ γήπεδο δὲν θὰ τὸ πουλήσω, μὰ θὰ τὸ κρατήσω μὲ ὅλες τὶς πέτρες του, μὲ ὅλα του τὰ πετράδια, μὲ ὅλα του τὰ στολίδια, καὶ ἃς ψάχνουν οἱ ἄλλοι νὰ βροῦν ὅ, τι γυρεύουνε μέσα στὴν λύδια λίθο τους.
Οἱ μηχανὲς καὶ τὰ δρεπάνια τοῦ κτήματός μας δὲν ἠγοράσθησαν εἰσέτι. Ἀλλὰ τοῦτο δὲν σημαίνει, ἀγάπη μου, πὼς τὸ σιτάρι μας δὲν θὰ θεριστῆ. Θὰ θεριστῆ, μιὰ μέρα καὶ οἱ δρέποντες τοὺς καρποὺς θάμαστε πάλι ἐμεῖς, χιλιάκις ἐμεῖς, μὲ τὰ χέρια μας ἁπλωμένα ἐπάνω ἀπὸ τοὺς κάμπους μας καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὶς πεδιάδες τῶν παιδιῶν μας. Ἕνα παιδὶ μπορεῖ νὰ σκύβη κάποτε μέσα στὰ στάχυα, γιὰ νὰ βρῆ ἕνα κουμπὶ ἢ μιά χρυσόμυιγα ἀπαστράπτουσα, μὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει πως τὸ σιτάρι μας θὰ μείνει ἄκοπο. Τίποτε δὲν εἶναι πιὸ χαρίεν, ἀπὸ τὰ βήματα τῶν παιδιῶν ποὺ μεγαλώνουν. Τίποτε δὲν εἶναι πιὸ σαφές, ἀπὸ τὰ βήματα τῶν ὄντων ποὺ ἐνηλικιώθησαν. Τίποτε πιὸ ὡραῖο, ἀπὸ τὴν ἀνάτασι τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῶν βραχιόνων ἀνθρώπων, πού, βγάζοντας τὰ ὑποκάμισά των, λυτρώνουν τοὺς πόθους τῶν κορμιῶν των. Καὶ οἱ πιὸ ἀσήμαντες κινήσεις των μποροῦν νὰ καρποφορήσουν. Μποροῦν νὰ γίνουν ἐργαστήρια μὲ πρασιὲς καὶ ἀνθοὺς, μέσα στὸ μένος τῶν ἀγρῶν. Ἀγάπη μου, εἶπα ἐργαστήρια. Τὰ ἐργαστήρια αὐτὰ θάναι δικά μας· καὶ θάναι φωτεινὰ ἱδρύματα, ρόδινα στὴν ὄψι τους καὶ ὀρθοστήλωτα στὸν βόμβο τους, κάθε φορά ποὺ θὰ περνᾶμε ἐμεῖς ἐμπρὸς ἀπ’ τὰ κατώφλια τους, ὡς ἑρμηνευταί τῆς λειτουργίας των, ἢ ὡς θερισταί τοῦ πέριξ σίτου, ποὺ ἀναθρώσκει ἀπὸ τὴ γῆ, ὅπως ἀναπηδοῦν οἱ ὁρμέμφυτες κραυγὲς ἀπὸ τὰ στόματα πλασμάτων ποὺ φρυάττουν.