Lovers and Lairs
____________________________
THE NAKED COUPLE
He got lost in the thick lushness
trying to find a path to the sea.
We stood above waiting.
He climbed back up huffing:
“Let’ s go further, the slope here
is steep,
but they were fine, they were beautiful,
uncovered among the trees
one body the two of them,
joined together.”
Like a valued trophy
of the most innocent exploration
he pointed out to us the couple later,
when they as well descended to the beach.
____________________________________________
ΤΟ ΓΥΜΝΟ ΖΕΥΓΑΡΙ
Χάθηκε στην πυκνή βλάστηση
να βρει δρομάκι για τη θάλασσα.
Εμείς σταθήκαμε ψηλά και περιμέναμε.
Ανέβηκε λαχανιασμένος:
«Πάμε παρακάτω, η πλαγιά
είναι απότομη-
αλλά ήταν φίνοι, ήταν ωραίοι,
ακάλυπτοι ανάμεσα στα δένδρα
ένα σώμα οι δυο τους,
ενωμένοι.
Σαν πολύτιμο τρόπαιο
της πιο αθώας εξερεύνησης,
μας έδειξε αργότερα το ζευγάρι,
όταν κατέβηκε κι αυτό στην αμμουδιά.
__________________________
_____________________________
FROM THE BEGINNING
We met after some time
and it was as if we started from the
beginning.
I surveyed your face
and didn’t manage to restrain
the desire which blazed
because it awaited your body,
the harmonic junctions and its lines.
I sought its weight,
I sought its rage.
________________________________________
ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΡΧΗ
Ύστερα από καιρό συναντηθήκαμε
κι ήταν σαν να ξεκινούσαμε
απ’ την αρχή.
Ανέτρεξα τη μορφή σου
και δεν πρόλαβα ν’ αναχαιτίσω
τον πόθο που φούντωσε,
γιατί περίμενε το σώμα σου,
τ’ αρμονικά δεσίματα και οι γραμμές του.
Γύρεψα το βάρος του,
γύρεψα τη λύσσα του.
_____________________
______________________________
SWEET EVENING
The share of the square,
the shape of the houses which delineate
it,
with lit arcades, open air restaurants
and cafes.
Here the young people gather,
flooding the sidewalks,
not leaving an empty table.
The futility and the sensual life of the
city
are drowned together, dissolved
into the sweet evening.
And yet it was inescapable:
here where beauty thickened
I entered with awe.
____________________________________
ΓΛΥΚΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
Το σχήμα της πλατείας,
το σχήμα των σπιτιών που την καθόριζαν,
με φωτεινές καμάρες, υπαίθρια εστιατόρια
και καφετέριες.
Σ’ αυτόν τον χώρο συνωστίζονταν η νεολαία,
κατέκλυζε τα πεζοδρόμια,
δεν άφηνε τραπέζι για τραπέζι.
Η ματαιότητα κι η τρυφηλή ζωή της πόλης
πνίγονταν, διαχέονταν
μες στο γλυκό απόγευμα.
Κι όμως ήταν αναπόφευκτο:
σ’ αυτόν τον χώρο που έπηζε η ομορφιά
μπήκα με δέος.