Η Παναγιά η Μεγαλομάτα
του Μιχαήλ Μητσάκη (1868-1916)
Χωμένη μέσα στα παλιά βενετσάνικα μουράγια, χάμου εις τη θάλασσα, ένα μέτρο αποπάν΄ απ΄ το νερό, εις το βάθος της μικρής κρυψώνας της, η Παναγία η Μεγαλομάτα βλέπει προς τ΄ αντικρινό νησί. Τέλεια γυναίκα ως τη μέση, με το θείο παιδί της στην αγκάλη, γραμμένη επάνω εις τον τοίχο, ποιος ξέρει από ποιο ευσεβές χέρι, ποιον μακρυνόν αιώνα, κάθεται, αποκάτ΄ απ΄ το μικροσκοπικό της το βολτάκι, απομέσ΄ απ΄ τα μικροσκοπικά της καγκελάκια, ολομόναχη και ήσυχη, ασυντρόφευτη και έρημη. Άλλος κανένας δίπλα, και κανένας γύρω της, μέσα στη σπηλίτσα της. Μπροστά της, μόνο, τρία καντηλάκια κρεμασμέν΄ από ψηλά, τριγωνικά, ακινητούν ανάερα, ρίχνουν το γλυκό φως τους στο γλυκό της πρόσωπο, τις νύχτες του χειμώνα, μέσ΄ στη σκοτεινιά, της κρατούνε συντροφιά, ενώ απόξω βράζει τ΄ άγριο πέλαγο. Δεξιά, στο πλάι, καρφωμένο το κουτάκι της, ξύλινο, μικρούλι και τετράγωνο, καρτερεί κανένα όβολο, από κανέναν ανεπόλπιστον πιστό, σ΄ αυτόν τον άπιστον καιρόν. Και χάμου ένας μπότης πήλινος, να δέχεται το λάδι, που της πάνε οι γυναίκες του λαού.
Χωμένη μέσα στα παλιά βενετσάνικα μουράγια, χάμου εις τη θάλασσα, ένα μέτρο αποπάν΄ απ΄ το νερό, εις το βάθος της μικρής κρυψώνας της, η Παναγία η Μεγαλομάτα βλέπει προς τ΄ αντικρινό νησί. Τέλεια γυναίκα ως τη μέση, με το θείο παιδί της στην αγκάλη, γραμμένη επάνω εις τον τοίχο, ποιος ξέρει από ποιο ευσεβές χέρι, ποιον μακρυνόν αιώνα, κάθεται, αποκάτ΄ απ΄ το μικροσκοπικό της το βολτάκι, απομέσ΄ απ΄ τα μικροσκοπικά της καγκελάκια, ολομόναχη και ήσυχη, ασυντρόφευτη και έρημη. Άλλος κανένας δίπλα, και κανένας γύρω της, μέσα στη σπηλίτσα της. Μπροστά της, μόνο, τρία καντηλάκια κρεμασμέν΄ από ψηλά, τριγωνικά, ακινητούν ανάερα, ρίχνουν το γλυκό φως τους στο γλυκό της πρόσωπο, τις νύχτες του χειμώνα, μέσ΄ στη σκοτεινιά, της κρατούνε συντροφιά, ενώ απόξω βράζει τ΄ άγριο πέλαγο. Δεξιά, στο πλάι, καρφωμένο το κουτάκι της, ξύλινο, μικρούλι και τετράγωνο, καρτερεί κανένα όβολο, από κανέναν ανεπόλπιστον πιστό, σ΄ αυτόν τον άπιστον καιρόν. Και χάμου ένας μπότης πήλινος, να δέχεται το λάδι, που της πάνε οι γυναίκες του λαού.
Κι ο σιορ Σπύρος ο Μπονέλλης, ο επιστάτης του γειτονικού Άη – Νικόλα, ωσάν γείτονας, έρχεται κάθε μέρα, τη φροντίζει, τη σκουπίζει, της ανάφτει τα καντήλια της, βράδυ και αυγή, της στρώνει στα πόδια της την μπόλια της, που ακουμπούν τα βάζα με τα φιόρα της, περνώντας το στενό το πεζουλάκι της, οπού εχτίσθη κάτου εις τη ρίζα, στο μουράγιο το παχύ, για να συγκοινωνεί με τη στεριά η Παναγίτσα, πατώντας τα δύο-τρία το πολύ σκαλιά, που κατεβαίνουν από την πετρούλα της στη θάλασσα, με κίνδυνο να πέσει, να γλιστρήσει στο νερό.
http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/mhtsakhs_megalomata.htm
http://www.flickr.com/photos/atrif/4110108914/in/photostream
/http://noctoc-noctoc.blogspot.com http://www.flickr.com/photos/neal1960/3913540728/in/photostream/