Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΑΣ
Κόκκινη κλωστή κλωσμένη
στην ανέμην τυλιγμένη,
δωσ’ της κλώτσο να γυρίσει,
παραμύθι ν’ αρχινήσει
καί τήν καλή μας συντροφιά
νά τήν καλησπερίσει.
Αρχή τού παραμυθιού, καλησπέρα σας. Μιά φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας βασιλέας κι είχε τρείς θυγατέρες. Τίς φώναξε καί τίς ρώτησε πόσο τόν αγαπούνε. Η μεγάλη είπε τόν αγαπάει σάν τό μέλι, η δεύτερη σάν τή ζάχαρη κι η τρίτη σάν τό άλας.
Ο βασιλέας θύμωσε μέ τή μικρή βασιλοπούλα πού τόν είπε πώς τόν αγαπάει σάν τό άλας καί θυμωμένος πού ήτανε, κατεβαίνει καί στέκεται στήν πόρτα τού παλατιού, βλέπ’ ένα φτωχό νά περνάει και τόνε λέγει πως θά τόν κάνει γαμπρό του. «Βασιλέα μου πολύχρονε, γώ φτωχός άνθρωπος θά πάρω γυναίκα τή βασιλοπούλα;» «Έτσι θέλω.» Καί τόν δίνει γυναίκα τήν μικρή του τήν κόρη.
Ο φτωχός παίρνει τή βασιλοπούλα, καί τήν πάγει στή μητέρα του καί ζούσανε αγαπημένα μά πολύ φτωχικά, μόλις έβγαζε τά έξοδά του... Πραγματευτάδες πλούσιοι θά πάγαιναν σέ μακρινό ταξείδι καί τόν ζητήσανε νά τόν πάρουν μαζί. Αποχαιρέτησε τή γυναίκα του καί τή μητέρα του καί φεύγει. Στό δρόμο όπου πάγαιναν, ήταν ένα πηγάδι καί τόν στέλνουνε νά φέρει νερό. Μόλις πήγε νά βγάλει νερό, παρουσιάζεται τό στοιχειό του πηγαδιού, κι ο φτωχός τό λέγει: «Καλή μέρα, φίλε.» «Γιά τόν καλό λόγο πού μ’ είπες δέ θά σέ φάγω, όπως έτρωγα όποιονα ήρχουνταν να πάρει νερό. Θά σε δώσω δύο ρόδια, μήν τά κόψεις μπρός σ’ αυτούς πού πας μαζί.»
Ο φτωχός ευχαρίστησε τό στοιχειό, έκρυψε τά ρόδια μέσα στόν κόρφο του κι έφυγε. Τό ένα ρόδι τό ‘στειλε σπίτι του κι η μάνα του λέγει: «Νύφη δέν κόφτουμε τό ρόδι νά δροσισθούνε τά χείλια μας;» Τό κόφτουνε καί τί νά δούνε; Χύθηκαν μπρός τους όλο διαμάντια. Σάστισαν οι καημένες. Σέ λίγο καιρό, αφού έφυγε ο άντρας της, γέννησε η βασιλοπούλα ένα αγόρι. Μεγάλωνε καί τό είχανε μιά χαρά. Πουλήσανε διαμάντια κι έκαμαν ένα σπίτι σάν παλάτι, έκαμαν και μιά βρύση, νά περνούνε οι διαβάτες νά δροσίζονται.
Πέρασαν πολλά χρόνια κι ο φτωχός γύρισε στό χωριό του. Στόν τόπο πού ήτανε η καλύβα του, βλέπ’ ένα σπίτι σάν παλάτι. Απόρεσε. Είδε τή γυναίκα του νά κάθεται στό παράθυρο μ’ έναν όμορφο νιό, αγρίεψε μέσα του κι είχε σκοπό νά σκοτώσει τή γυναίκα του καί τό νιό. Η γυναίκα του ολόχαρη βγαίνει καί τόν καλωσορίζει. «Πολύ καιρό έκαμες στήν ξενιτειά.» Καί στό νιό λέγει: «Έλα νά φιλήσεις τού πατέρα σου τό χέρι.» Τότε κατάλαβε, φίλησε τή γυναίκα του, φίλησε καί τό γυιό του καί τή ρώτησε, πώς έκαμε αυτό το σπίτι. Τής φάνηκε παράξενο πού τή ρώτησε, τόν είπε πώς: «είναι από τά δικά σου τά διαμάντια πού μας έστειλες μέσα στό ρόδι».
Στόν κόρφο του μέσα φύλαγε καί τ’ άλλο ρόδι. Τό βγάζει, τό κόβει καί χύνουνται μπρός τους διαμάντια πού θάμπωναν τά μάτια πού τά’ βλεπαν. Έκτισαν άλλο καλύτερο παλάτι μέ μεγάλους μπαχτσέδες, έκαμαν πολλές ελεημοσύνες στούς φτωχούς κι ένα χαλβατζίδικο, όποιος ήθελε έτρωγε δωρεάν χωρίς νά δώσει πεντάρα. Οι ελεημοσύνες καί τό χαλβατζίδικο ακούστηκαν από τόν βασιλέα καί λέγει στό βεζίρη του: «Ποιός είν’ αυτός πού κάμνει τόσα καλά στούς φτωχούς, κι όποιος θέλει νά παγαίνει νά τρώει χαλβά χωρίς νά πληρώνει; Πάμε νά διούμε.»
Η βασιλοπούλα γνώρισε τόν πατέρα της τόν βασιλέα καί λέγει στόν άντρα της, «απόψε νά τούς φιλέψουμε». Δίνει διαταγή στό μάγειρα νά ετοιμάσει φαγητά, τά μισά ανάλατα καί τά μισά αλατισμένα. Πρώτα παρουσιάζουνε στό τραπέζι τ’ ανάλατα, ούτε ο βασιλιάς τρώγει, ούτε ο βεζίρης. Τά σκώνουν καί φέρνουν άλλα αλατισμένα. Τότε τρώνε μέ όρεξη. Τόν ρωτούνε πώς βρίσκει τά φαγιά καί λέγει: «Τά πρώτα ήταν ανάλατα καί δέν τρώγουνταν, φαγί δίχως άλας δέ γίνεται.» «Ά», λέγ’ η κόρη του, «καί γώ, πατέρα, όταν σ’ είπα πώς σ’ αγαπώ σάν τό άλας μ’ έδιωξες, μά ο Θεός κατά τήν καρδιά μου μ’ έδωσε.»
Ο βασιλέας δικαίωσε τήν κόρη του, τή φίλησε καί τής είπε: «Είχες δίκηο, τό άλας είναι καλύτερο από τό μέλι καί τή ζάχαρη.»
Κι έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα.
παραμύθι από τή Θράκη. ΕλπινίκηΣταμούλη-Σαραντή, «Θρακικά»