«Ὕμνος δοξαστικὸς γιὰ τὶς γυναῖκες που ἀγαποῦμε»
(Ν. Ἐγγονόπουλος)
Εἶν’ οἱ γυναῖκες π'
ἀγαποῦμε σὰν τὰ ρόδια
ἔρχονται καὶ μᾶς βρίσκουνε
τὶς νύχτες
ὅταν βρέχη
μὲ τοὺς μαστοὺς τους καταργοῦν τὴ μοναξιά μας
μεσ' τὰ μαλλιὰ μας εἰσχωροῦν βαθειὰ
καὶ τὰ κοσμοῦνε
σὰ δάκρυα
σὰν ἀκρογιάλια φωτεινὰ
σὰ ρόδια
εἶν’ οἱ γυναῖκες π' ἀγαποῦμε κύκνοι
τὰ πάρκα τους
ζοῦν μόνο μέσα στὴν καρδιά μας
εἶν’τὰ φτερά τους
τὰ φτερὰ ἀγγέλων
τ' ἀγάλματά τους εἶναι τὸ κορμί μας
οἱ ὡραῖες δεντροστοιχίες
εἶν’ αὐτὲς οἱ ἴδιες
ὀρθὲς στὴν ἄκρια τῶν ἐλαφρῶν ποδιῶν
τους
μᾶς πλησιάζουν
κι εἶναι σὰν μᾶς φιλοῦν
στὰ μάτια
κύκνοι
εἶν’ οἱ γυναῖκες
π' ἀγαποῦμε λίμνες
στοὺς καλαμιῶνες τους
τὰ φλογερά τα χείλια μας σφυρίζουν
τὰ ὡραῖα πουλιὰ μας κολυμποῦνε στὰ νερά τους
κι ὕστερα
σὰν πετοῦν
τὰ καθρεφτίζουν
- ὑπερήφανα ὡς εἶν’-
οἱ λίμνες
κι εἶναι στὶς ὄχθες τους οἱ λεῦκες λύρες
που ἡ μουσικὴ τους πνίγει μέσα μας
τὶς πίκρες
κι ὡς πλημμυροῦν τὸ εἶναι μας
χαρὰ
γαλήνη
εἶν’ οἱ γυναῖκες π'
ἀγαποῦμε
λίμνες
εἶν’ οἱ γυναῖκες π'
ἀγαποῦμε σὰν σημαῖες
στοῦ πόθου τοὺς ἀνέμους κυματίζουν
τὰ μακρυὰ μαλλιά τους
λάμπουνε
τὶς νύχτες
μεσ' στὶς θερμὲς παλάμες τους κρατοῦνε
τὴ ζωή μας
εἶν’ οἱ ἁπαλὲς κοιλιές τους
ὁ οὐράνιος θόλος
εἶναι οἱ πόρτες μας
τὰ παραθύρια μας
οἱ στόλοι
τ' ἄστρα μας συνεχῶς ζοῦνε κοντά τους
τὰ χρώματά τους εἶναι
τὰ λόγια τῆς ἀγάπης
τὰ χείλη τους
εἶναι ὁ
ἥλιος τὸ φεγγάρι
καὶ τὸ πανὶ τους εἶν’ τὸ μόνο σάβανο ποὺ μᾶς ἁρμόζει :
εἶν’ οἱ γυναῖκες ποὺ
ἀγαποῦμε σὰν σημαῖες
εἶν’ οἱ γυναῖκες ποὺ
ἀγαποῦμε δάση
τὸ κάθε δέντρο τους
εἶν’ κι ἕνα μήνυμα τοῦ πάθους
σὰν μεσ' σ' αὐτὰ τὰ δάση
μᾶς πλανέψουνε
τὰ βήματά μας
καὶ χαθοῦμε
τότες εἶν’
ἀκριβῶς
που βρίσκουμε τὸν ἐαυτόνε μας
καὶ ζοῦμε
κι ὅσο ἀπὸ μακρυὰ ἀκοῦμε νάρχωνται οἱ μπόρες
ἢ καὶ μᾶς φέρνει
ὁ ἄνεμος
τὶς μουσικὲς καὶ τοὺς θορύβους
τῆς γιορτῆς
ἢ τὶς φλογέρες τοῦ κινδύνου
τίποτε - φυσικὰ - δὲ μπορεῖ
πιὰ νὰ μᾶς φοβίση
ὡς οἱ πυκνὲς οἱ φυλλωσιὲς
ἀσφαλῶς μᾶς προστατεύουν
μιὰ ποὺ οἱ γυναῖκες π' ἀγαποῦμε εἶναι σὰ δάση
εἶν’ οἱ γυναῖκες π'
ἀγαποῦμε σὰν λιμάνια
(μόνος σκοπὸς
προορισμὸς
τῶν ὡραίων καραβιῶν μας)
τὰ μάτια τους
εἶν’ οἱ κυματοθραῦστες
οἱ ὦμοι τους εἶν’ ὁ
σηματοφόρος
τῆς χαρᾶς
οἱ μηροί τους
σειρὰ ἀμφορεῖς στὶς προκυμαῖες
τὰ πόδια τους
οἱ στοργικοὶ
μας
φάροι
- οἱ νοσταλγοὶ τὶς ὀνομάζουν Κ α τ ε ρ ί ν α -
εἶναι τὰ κύματά τους
οἱ ὑπέροχες θωπεῖες
οἱ Σειρῆνες τους δὲν μᾶς γελοῦν
μόνε
μᾶς
δείχνουνε τὸ δρόμο
- φιλικὲς -
πρὸς τὰ λιμάνια : τὶς γυναῖκες ποὺ ἀγαποῦμε
ἔχουνε οἱ γυναῖκες π' ἀγαποῦμε θεία τὴν οὐσία
κι ὅταν σφιχτὰ στὴν ἀγκαλιά μας
τὶς κρατοῦμε
μὲ τοὺς θεοὺς κι ἐμεῖς γινόμαστ' ὅμοιοι
στηνόμαστε ὀρθοὶ σὰν ἄγριοι πύργοι
τίποτε δὲν εἶν’ πιὰ δυνατὸ νὰ μᾶς κλονίση
μὲ τὰ λευκά τους χέρια
αὐτὲς
γύρω μας γαντζώνουν
κι ἔρχονται ὅλοι οἱ λαοὶ
τὰ ἔθνη
καὶ μᾶς προσκυνοῦνε
φωνάζουν
ἀθάνατο
στοὺς αἰῶνες
τ' ὄνομά μας
γιατί οἱ γυναῖκες π' ἀγαποῦμε
τὴν μεταδίνουν
καὶ σ' ἐμᾶς
αὐτὴ
τὴ θεία τους
οὐσία.