Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Niki MARANGÙ --Crescenzio Sangiglio --Νίκη Μαραγκού










Poesie di Niki MARANGÙ dall’ Antologia di Poesia Cipriota, Una foglia verde oro, Edizioni Argo 2013,Traduzione di Crescenzio Sangiglio

via  http://www.poiein.gr/archives/21448/index.html

Νίκη Μαραγκού (1948-2013), Ποιήματα (μτφρ. στα Ιταλικά: Crescenzio Sangiglio) (επιμέλεια αφιερώματος: Γιώργος Μύαρης)












Sagra popolare a Mèniko
comuni vestiti
indossò e sgattaiolò via.
K.P. Kavafis, Il re Demetrio
Giorni come fine di sagra popolare
quando i merciaioli ormai insonnoliti
avvolgono i loro tendali
raccolgono la loro mercanzia
caricano i camion
e uno alla volta se ne vanno
le grandi stanze si svuotano
le strade la Piazza
e la chiesa che stasera
molti pellegrini ha conosciuto
Ad un tavolo stanno ancora bevendo e raccontano
accanto agli estemporanei forni
col klèftiko oftòn1
come gli inglesi avevano teso agguato al paese
ed uno riuscì a scappare e l’altro fu preso
Così vi sono momenti che si svuota la vita
in una strada marina
con una traccia di anima
e un desiderio scialbo
tanto da poter contenere solo parte della città
vicino alla grande Porta
da cui partivano i cristiani
che tenevano laboratori dentro le mura
poco prima del tramonto del sole.
1)È l’agnello arrostito sul fuoco. È forse chiamato “klèftiko'forse
 perchè cucinato all’aperto, sulla brace, senza molta preparazione
della carne, vista il modo di vivere “improvvisato'
 dei “kleftes' di continuo inseguiti dai turchi.

Πανηγύρι στο Μένοικο
με ρούχα απλά
ντύθηκε γρήγορα και έφυγε.
Κ.Π.Καβάφης, «Ο βασιλεύς Δημήτριος»
Μέρες σαν το τέλος της πανήγυρης
που οι πραματευτάδες νυσταγμένοι πια
τυλίγουν τους μπερντέδες τους
μαζεύουν την πραμάτεια τους
φορτώνουν τα καμιόνια
κι ένας ένας φεύγουν
αδειάζουν οι μεγάλες κάμαρες
οι δρόμοι η Πλατεία
κι η εκκλησία που γνώρισε
πολλούς προσκυνητές απόψε
Σ’ ένα τραπέζι ακόμα πίνουν και διηγούνται
πλάι στους αυτοσχέδιους φούρνους
με το οφτόν το κλέφτικον
πώς έστησαν οι Εγγλέζοι ενέδρα στο χωριό
κι ο ένας ξέφυγε κι ο άλλος πιάστηκε
Έτσι αδειάζει ώρες ώρες η ζωή
σε δρόμο θαλασσινό
μ’ ένα ίχνος ψυχής
και μια αχνή επιθυμία
τόση που να χωρά μόνο μέρος της πόλης
κοντά στη μεγάλη πύλη
απ’ όπου έφευγαν οι χριστιανοί
που είχαν εργαστήρια μέσα στα τείχη
λίγο πριν απ΄ τη δύση του ήλιου.


Sul lungomare di Lemessòs
Un mare torbido a Lemessòs
e impercettibile
come se neve grigia fosse caduta
sui frangiflutti e sul molo
e sulla vecchia casa
con la scala laterale e le botteghe
addormentata sulle foglie dell’imenocalo
È un’altra cosa però il mare
così come ti si abbandona
così come ti trascina
così come ti si estende al di là degli eucalipti
carico di oleandri legno marcio terme marine
un’altra cosa il mare
così come penetra nella città galoppando agli angoli
si arrampica sui terrazzi
s’impiglia alle farmacie
arriva fino ai tribunali
con sè trascinando carene ed aquiloni
un odore di carrubo
ruggine baci naufragi
per riportarmi ogni mattino
alla mia vera destinazione

Στην παραλία της Λεμεσού
Στη Λεμεσό μια θάλασσα θολή
κι αδιόρατη σα νά ’πεσε γκρίζο χιόνι
στους κυματοθραύστες και στην προκυμαία
και στο παλιό το σπίτι
με την πλαϊνή τη σκάλα και τα εμπορικά
κοιμισμένο στα φύλλα του υμενόκαλου
Όμως είναι άλλο πράγμα η θάλασσα
έτσι που σου αφήνεται
έτσι που σε σέρνει
έτσι που σου απλώνεται πέρα από τους ευκάλυπτους
φορτωμένη αροδάφνες σάπιο ξύλο θαλασσινά λουτρά
άλλο πράγμα η θάλασσα
έτσι που εισχωρεί στην πόλη καλπάζοντας στις γωνιές
σκαρφαλώνει στις ταράτσες
μπλέκεται στα φαρμακεία
φτάνει στα δικαστήρια
σέρνοντας μαζί της καρίνες και χαρταετούς
μια μυρωδιά από χαρούπια
σκουριά φιλιά ναυάγια
για να με ξαναφέρνει κάθε πρωί
στον αληθινό μου προορισμό
*

Dopo la tempesta
Hanno pregato alla Madonna della Cava
e al tempio del Salvatore a Beirut
per salvarli dalla tempesta
e così sono sbarcati a Famagosta
Piedro ancora stordito dalle onde
si appoggiò sul leone di pietra
-Non toccarlo, gli disse il cammelliere
tiene in bocca draghi imprigionati
offrendogli un fermaglio
con la ruota di Santa Caterina
dalla prigione a Salamina.

Μετά την τρικυμία
Προσευχήθηκαν στην Μαντόνα ντε Λα Κάβα
και στο Ιερό του Σωτήρος της Βηρυτού
να τους γλυτώσει από την τρικυμία
κι έτσι ξεμπάρκαραν στη Φαμαγκούστα
ο Πιέδρο ακούμπησε στο πέτρινο λιοντάρι
ζαλισμένος ακόμα από τα κύματα
–Μην το αγγίζεις, του είπε ο καμηλιέρης
έχει στο σώμα του φυλακισμένους δράκους
και τού ΄δωσε μια περόνη
με τον τροχό της Αγίας Αικατερίνης
από τη φυλακή της στη Σαλαμίνα.
*

Il carrubo nel Google
La stanza col pavimento in terra
era la più calda,
portava acqua alla zia
per annaffiarla e pulirla.
Tutte le sere
passava in rassegna la casa e il giardino,
ricordava perfino i buchi dei chiodi sul muro.
Entrava in tutte le case a Vassili,
contava i passi fino a Kanakarià
gironzolava nei villaggi intorno.
Allorchè vide nel Google Earth il carrubo
dove dodicenne lasciava il trattore
e correva
dapprima verso il cespuglio di lentisco
e poi verso il mare
per non bruciarsi i piedi
pianse lacrime amare.

Η χαρουπιά στο Google
Το δωμάτιο που είχε χωματένιο πάτωμα
ήταν το πιο ζεστό,
παρακολουθούσε τη θεία να το ραντίζει
και να το σκουπίζει.
Κάθε βράδυ
περιδιάβαζε το σπίτι και τον κήπο,
θυμόταν ακόμα και τις τρύπες από τα καρφιά
στον τοίχο.
Έμπαινε σ’ όλα τα σπίτια στο Βασίλι,
μετρούσε τα βήματα μέχρι την Κανακαριά
τριγύριζε στα γύρω χωριά.
Όταν είδε στο Google Earth την χαρουπιά
όπου άφηνε το τράκτορ δωδεκάχρονος
και έτρεχε
πρώτα στo θάμνο με τα σκίνα
και μετά στη θάλασσα
για να μην κάψει τα πόδια του
έκλαψε πικρά.
*

Le donne a Bucarest
A Bucarest esiste
una segreta e potentissima organizzazione di donne
che portano fazzolettoni in testa e calzettoni,
e di solito tengono in mano una busta di nailon.
Spazzano le chiese,
vendono ceri,
danno da mangiare ai cani randagi,
stappano la bottiglia di vino del passante
e ogni giorno chiacchierano con
Brancoveanu
e sua figlia Safta.
Le spolverano il vestito
prima di cominciare il lamento per i loro quattro
figli
e rimettono a posto la perla
caduta
dal collare.
Si concentrano sul loro ricamo,
malgrado che nè gli occhi nè l’illuminazione
le siano di aiuto
e si danno daffare affinchè il sole spunti nell’ora
giusta
ogni giorno.

Οι γυναίκες στο Βουκουρέστι
Στο Βουκουρέστι υπάρχει
μια πανίσχυρη και μυστική οργάνωση γυναικών
με μαντίλες και χοντρές κάλτσες,
που συνήθως κρατούν μια πλαστική σακούλα.
Σκουπίζουν τις εκκλησίες,
πουλούν κεριά,
ταΐζουν τα αδέσποτα σκυλιά,
ανοίγουν το μπουκάλι του κρασιού του παροδίτη
και κουβεντιάζουν καθημερινά με τον
Μπρανκοβεάνου και την κόρη του Σάφτα.
Ξεσκονίζουν το ένδυμα της
πριν πιάσουν το θρήνο για τους τέσσερεις
τους γιούς
και βάζουν το μαργαριτάρι που έπεσε από το
περιδέραιο στη θέση του.
Συγκεντρώνονται στο εργόχειρό τους,
παρόλο που ούτε τα μάτια, ούτε ο φωτισμός τις
βοηθούν
και φροντίζουν να ανατέλλει ο ήλιος στη σωστή
ώρα
κάθε μέρα.
*

Giardini notturni
E i cavalli farti passare
dalla Porta attraverso fontane,
giardini notturni,
ninfee, giacinti,
mele dell’Esperia.
E la luce travolgere ogni cosa,
tu però insisti ad attraversare i penetrali,
tenebrosi, silenziosi.
Κήποι νυχτερινοί
Να σε αφήνουν τα άλογα στην Πύλη
να περνάς από σιντριβάνια,
κήπους νυχτερινούς,
νούφαρα, υάκινθους,
μήλα των Εσπερίδων.
Το φως τα ανατρέπει όλα,
αλλά εσύ επιμένεις να διασχίζεις τα άδυτα,
τα σκοτεινά, τα αμίλητα
*

Di ritorno
Di ritorno
passo a passo
sul selciato
del vecchio manoscritto
attendo il solito miracolo
diligentemente nascosto
a pagina 25.
Sotto la pioggia luccicano le logore lastre,
le barche scendono e risalgono il Bosforo
e l’amore mi appare oramai
una questione remota.
Continuo dunque la lettura.
Επιστρέφοντας
Επιστρέφοντας
βήμα βήμα
στο καλντερίμι
του παλιού χειρογράφου
περιμένω το σύνηθες θαύμα
που είναι κρυμμένο με επιμέλεια
στην 25η σελίδα.
Οι φαγωμένες πλάκες λάμπουν στη βροχή,
οι βάρκες ανεβοκατεβαίνουν τον Βόσπορο
και ο έρωτας μου φαίνεται
υπόθεση πια μακρινή.
Συνεχίζω
λοιπόν την ανάγνωση.
*
Nel cortile di San Lazzaro
Eppure il riso risonava
nel cortile di San Lazzaro
mentre camminavamo nella strada deserta
prima di cena.
Stavi parlando del salone
dove per la prima volta s’udì il compianto
per Alessandro
ti stavo dicendo dello sguardo che avevo gettato
all’altro mondo
dietro le gabbie coi falchi
e le civette
dove un biodo sfiorava l’altro,
volgari gabbie
fatte di canne delle paludi del sud
alla meno peggio legate con uno spago
come il filo che lega le nostre vite.
Si apprestavano al grande viaggio le anime
sulle coste della Siria, a Petra, a Gerico,
itinerari di Strabone, di Tolomeo,
per giungere sul far della sera
alla Porta dei Leoni.
Ricordi la civetta che piangeva lì
sempre la sera, alla stessa ora?
ott. 1993

Στην αυλή του Αγίου Λαζάρου
Κι όμως το γέλιο αντηχούσε
στην αυλή του Αγίου Λαζάρου
καθώς περπατούσαμε στον άδειο δρόμο
πριν από το δείπνο.
Μιλούσες για την αίθουσα
όπου πρωτακούστηκαν οι θρήνοι
για τον Αλέξανδρο
σου ’λεγα για τη ματιά που έριξα
στον άλλο κόσμο
πίσω από τα κλουβιά με τα γεράκια
και τις κουκουβάγιες
όπου το ένα ψαθί άγγιζε τ’ άλλο,
ευτελή κλουβιά
καμωμένα με καλάμια από τα έλη του νότου
δεμένα πρόχειρα με νήμα
νήμα όπως αυτό που ενώνει τις ζωές μας.
Οι ψυχές ετοιμάζονταν για το μεγάλο ταξίδι
στις ακτές της Συρίας, στην Πέτρα, την Ιεριχώ,
δρόμοι του Στράβωνα, του Πτολεμαίου,
για να φτάσουν σούρουπο
στην Πύλη των Λεόντων.
Τη θυμάσαι την κουκουβάγια που έκλαιγε, εκεί
πάντα το βράδυ, ίδια ώρα;
Οκτ. 1993
*


Con la tua umida vita
Con la tua umida vita
attaccaticcia fra le tue gambe
che non ti lascia
apprestare il patrocinio
la tua partenza interiore verso il sud
l’uomo che siede sotto l’albero nudo
da tre anni e non vede nulla
nè il legno che spinge la terra verso l’alto
nè i tanti tuoi crucci
fino a che ti facesti piccola e insignificante
spossata assetata
sola
a vagare nelle campagne in fiore
e nei tuoi esigui cieli bizantini
con le nuvolette gialle sopra disegnate.
Jalussa, primavera 1974

Με την υγρή ζωή σου
Με την υγρή ζωή σου
να σου κολλά ανάμεσα στα πόδια
και να μη σ’ αφήνει
να ετοιμαστείς για τη συνηγορία
την εσωτερική σου αναχώρηση για το νότο
ο άντρας που κάθεται κάτω απ’ το γυμνό δέντρο
για τρία χρόνια και δεν βλέπει τίποτα
ούτε το ξύλο που σπρώχνει το χώμα προς τα πάνω
ούτε τους πολλούς τους οικτιρμούς σου
μέχρι που έγινες μικρή και ασήμαντη
κουρασμένη διψασμένη
μόνη
να πλανιέσαι μες στους ανθισμένους κάμπους
και τους μικρούς βυζαντινούς σου ουρανούς
με κίτρινα σχεδιασμένα συννεφάκια
Γιαλούσαάνοιξη 1974
*
Santi Quaranta a Kirklar Tekè
Nel Tekè
c’era un ombroso cortile
un giardino con un mandorlo
un melograno e un fico
per dar da mangiare ai fedeli
e un vecchio pozzo
con acqua.
I dervisci erano quaranta
38 turchi e 2 greci.
Lì erano sepolti anche i
Quaranta martiri di Sevàstia,
Santi alamani
venuti dalla Palestina.
Alla festa del 9 marzo
cristiani e musulmani si raccoglievano
a festeggiare insieme.

Άγιου Σαράντα Kirklar Tekkè
Στον Τεκκέ
υπήρχε μια σκιερή αυλή
ένα περιβόλι με αμυγδαλιά
ροδιά και συκιά
για να τρώνε οι πιστοί
κι ένα αρχαίο πηγάδι
με νερό.
Οι δερβίσηδες ήταν σαράντα
38 Τούρκοι και 2 Έλληνες.
Εκεί ήταν θαμμένοι και οι
Τεσσαράκοντες μάρτυρες της Σεβάστειας,
αλαμάνοι Άγιοι,
που ήρθαν από την Παλαιστίνη.
Στο πανηγύρι στις 9 Μαρτίου
μαζεύονταν χριστιανοί και οθωμανοί
και γιόρταζαν μαζί.

  
http://www.poiein.gr/archives/21448/index.html

see  also http://www.goethe.de/ins/gr/lp/prj/wag/lit/aut/en6447179.htm   http://www.goethe.de/ins/gr/lp/prj/wag/lit/les/zyp/en6445888.htm