Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾶς












Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾶς


Τὸ διήγημα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη «Ἱερεῖς τῶν Πόλεων καὶ Ἱερεῖς τῶν χωρίων», ποὺ ἔγραψε τὸ 1896, ἀναφέρεται σὲ ἕναν ὄντως συνειδητοποιημένο καὶ ἄοκνο ἱερουργό, ποὺ μὲ τὴν ἀπεριόριστη καλοσύνη του, τὴν ὑπερβολική του ἀφιλοχρηματία, τὸ ἀκτινοβόλο ἱερατικό του ἦθος, τὴν ταπείνωσή του, καταξιώθηκε στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ ὡς Ἅγιος πολυαγαπημένος καὶ θαυματουργός. Ἕνα πρότυπο ἱερέα, ἁπλό, γνήσιο, ἀληθινό.
Ὁ πρῶτος ποὺ δίδει γραπτὲς μαρτυρίες γιὰ τὸν παπα-Νικόλα εἶναι ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Στὰ Ἀθηναϊκά του διηγήματα γράφει γιὰ τὸν ταπεινὸ ἱερέα ποὺ γνώρισε στὸ παρεκκλήσι τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, στὸ Μοναστηράκι, τὰ ὅσα μαζὶ μὲ τὸν τριτεξάδελφό του, Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, ἔζησαν στὶς ἀκολουθίες, ἑσπερινούς, ὄρθρους καὶ ἀγρυπνίες, στὶς ὁποῖες ἔψαλλαν οἱ ἴδιοι (ὁ Παπαδιαμάντης ὡς δεξιὸς καὶ ὁ Μωραϊτίδης ὡς ἀριστερὸς ψάλτης). Τὸν ὀνομάζει «ἄξιον λειτουργὸν τοῦ Ὑψίστου» καὶ τὸν ἀντιπαραβάλλει μὲ τοὺς «ἐπαγγελματίες ἱερεῖς».
Τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, ποὺ χρονολογεῖται στὰ μέσα τοῦ 16ου αἰῶνα, ἀποτέλεσε τὰ χρόνια ἀπὸ τὸ 1885 ἕως τὸ 1942 «στέκι» λογοτεχνῶν καὶ λογίων της ἐποχῆς. Ἐκεῖ ἐκκλησιάζονταν, ἐξαιτίας τῆς ἐμβληματικῆς μορφῆς τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ «ἐκ περιεργείας», γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴ «φωνὴ γεμάτη εὐλάβεια», ὁ Παῦλος Νιρβάνας, ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης, ὁ Γεράσιμος Βῶκος κ..
Ἀπ᾿ ὅσα γράφει στὸν πρόλογο, φαίνεται ὅτι οἱ ἀγρυπνίες ξεκίνησαν γύρω στὸ 1885 καὶ σύντομα ἄρχισαν νὰ συμμετέχουν ἀδιαλείπτως οἱ δύο Σκιαθῖτες λογοτέχνες. Ὁ Παπαδιαμάντης πέθανε τὸ 1911, ἀλλὰ οἱ ἀγρυπνίες συνεχίστηκαν ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, ὁ ὁποῖος τὸ 1925, τέσσερα χρόνια πρὶν πεθάνει, πρόλαβε καὶ ἐξέδωσε τὴν Ἀκολουθία τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου.

ΙΕΡΕΙΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΕΙΣ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ (ἀπόσπασμα)
Πρώτη δημοσίευση στὸ λεύκωμα
«Ἡ Ἑλλὰς κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνας τοῦ 1896»,
μὲ τὴν ὑπογραφὴ Ἀλ. Παπαδιαμάντης.
... «Μεταξὺ τῶν ὑπαρχόντων ἱερέων ὑπάρχουσιν ἀκόμη πολλοὶ ἐνάρετοι καὶ ἀγαθοί, εἰς τὰς πόλεις καὶ εἰς τὰ χωρία. Εἶναι τύποι λαϊκοί, ὠφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ἂς μὴν ἐκφωνῶσι λόγους. Ἠξεύρουσιν αὐτοὶ ἄλλον τρόπον πῶς νὰ διδάσκωσι τὸ ποίμνιον.
Γνωρίζω ἕνα ἱερέα εἰς τὰς Ἀθήνας. Εἶναι ὁ ταπεινότερος τῶν ἱερέων καὶ ὁ ἁπλοϊκότερος τῶν ἀνθρώπων. Διὰ πᾶσαν ἱεροπραξίαν ἂν τοῦ δώσῃς μίαν δραχμὴν ἢ πενήντα λεπτὰ ἢ μίαν δεκάραν, τὰ παίρνει. Ἂν δὲν τοῦ δώσῃς τίποτε, δὲν ζητεῖ. Διὰ τρεῖς δραχμὰς ἐκτελεῖ ὁλόκληρον παννύχιον ἀκολουθίαν. Ἀπόδειπνον, Ἑσπερινόν, Ὄρθρον, Ὧρας, Λειτουργίαν. Τὸ ὅλον διαρκεῖ ἐννέα ὥρας. Ἂν τοῦ δώσῃς μόνον δύο δραχμάς, δὲν παραπονεῖται.
Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τὰ μνημονευτέα ὀνόματα τῶν τεθνεώτων, ἀφοῦ ἅπαξ τοῦ δώσῃς, τὸ κρατεῖ διὰ πάντοτε. Ἐπὶ δύο, τρία, τέσσαρα, πέντε ἔτη ἐξακολουθεῖ νὰ μνημονεύῃ τὰ ὀνόματα, δι᾿ εἴκοσι λεπτὰ τὰ ὁποῖα τοῦ ἔδωκες εἰσάπαξ. Εἰς κάθε προσκομιδὴν μνημονεύει δύο ἢ τρεῖς χιλιάδας ὀνόματα. Δὲν βαρύνεται ποτέ. Ἡ προσκομιδὴ παρ᾿ αὐτῷ διαρκεῖ δύο ὥρας. Ἡ Λειτουργία ἄλλας δύο. Εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς Λειτουργίας, ὅσα κομμάτια ἔχει ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ, ἀπὸ πρόσφορα ἢ ἀρτοκλασίαν, τὰ μοιράζει ὅλα εἰς ὅσους τύχουν. Δὲν κρατεῖ σχεδὸν τίποτε.
Μίαν φορὰν ἔτυχε νὰ χρεωστῇ μικρὸν χρηματικὸν ποσόν, καὶ ἤθελε νὰ τὸ πληρώσῃ, εἶχε δέκα ἢ δεκαπέντε δραχμάς, ὅλα εἰς χαλκόν, ἐπὶ δύο ὥρας ἐμετροῦσεν, ἐμετροῦσε καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ εὕρῃ πόσα ἦσαν. Τέλος, εἷς ἄλλος χριστιανὸς ἔλαβε τὸν κόπον καὶ τοῦ τὰ ἐμέτρησεν.
Εἶναι ὀλίγον τι βραδύγλωσσος, καὶ περισσότερον ἀγράμματος. Εἰς τὰς εὐχάς, τὰς περισσοτέρας λέξεις τὰς λέγει ὀρθάς, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τὰς περισσοτέρας ἐσφαλμένας. Θὰ εἰπῆτε, διατί ἡ ἀντίθεσις αὐτή; Ἀλλὰ τὰς εὐχὰς τὰς ἰδίας ἀπαγγέλλει καθ᾿ ἑκάστην, ἐνῷ τὴν δείνα περικοπὴν τοῦ Εὐαγγελίου θὰ τὴν ἀναγνώσῃ ἅπαξ ἢ δίς ἤ, τὸ πολύ, τρὶς τοῦ ἔτους, ἑξαιρέσει ὡρισμένων περικοπῶν συχνὰ ἀλλ᾿ ἀτάκτως ἐπανερχομένων, ὡς εἰς τοὺς Ἁγιασμοὺς καὶ τὰς Παρακλήσεις.
Τὰ λάθη, ὅσα κάμνει εἰς τὴν ἀνάγνωσιν, εἶναι πολλάκις κωμικά. Καὶ ὅμως ἐξ ὅλων τῶν ἀκροατῶν του, ἐξ ὅλου τοῦ ἐκκλησιάσματος, κανείς μας δὲν γελᾷ. Διατί; Τὸν ἐσυνηθίσαμεν, καὶ μᾶς ἀρέσει. Εἶναι ἀξιαγάπητος. Εἶναι ἁπλοϊκὸς καὶ ἐνάρετος. Εἶναι ἄξιος τοῦ πρώτου τῶν Μακαρισμῶν τοῦ Σωτῆρος.
Τώρα, ὑποθέσατε δύο ὑποθέσεις, μίαν ἀδύνατον, καὶ μίαν δυνατήν, ὑποθέσατε ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἱερεὺς εἶχεν ἐξέλθει ἀπὸ ἱεροδιδασκαλεῖον, παλαιὸν ἢ νέον· θὰ εἶχε διαφορὰν ἐπὶ τὸ βέλτιον; Θὰ ἦτο πασσαλειμμένος μὲ ὀλίγα ἀτελῆ, κακοχώνευτα καὶ συγκεχυμένα γράμματα, μὲ περισσότερον οἴησιν καὶ ἀξιώσεις. Θὰ ἦτο διὰ τοῦτο καλύτερος; ...»
Ἐπίσης ὁ Παπαδιαμάντης ἀναφέρεται στὸν παπα-Νικόλα καὶ στὸ διήγημά του, «Τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ» (1908), αὐτὴ τὴ φορὰ ὀνομαστικῶς. Γράφει ὅτι ἡ μικρὴ Κούλα Μπούκη πέθανε καὶ οἱ ψάλτες μαζὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς ἔψαλλον τὸ «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμὸν» καὶ συνεχίζει χαρακτηριστικῶς: «Μόνος ὁ παπα-Νικόλας ἀπὸ τὸν Ἅη-Γιάννη τοῦ Ἀγροῦ, ὁ Ναξιώτης, ἐφαίνετο ὅτι ἐπίανε χωριστὴν ἀκολουθίαν, ἐμουρμούριζε μέσα του, καὶ τὰ ὄμματά του ἐφαίνοντο δακρυσμένα. «Τί μουρμουρίζεις παπᾶ;», τοῦ εἶπα ἀπὸ τὸ ὄπισθεν τοῦ στασιδίου, ὅπου εἶχεν ἀκουμβήσει. «Λέγω τὴν ἀκολουθίαν τῶν νηπίων μέσα μου», εἶπεν ὁ παπα-Νικόλας. Εἰς αὐτὸ τὸ ἄκακον ἁρμόζει ἡ ἀκολουθία τῶν νηπίων».