Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ




ΕΝΑ  ΠΟΙΗΜΑ
ΜΕ ΔΥΟ ΑΡΚΑΔΙΚΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ



Α΄
Τίς φουρκέτες μου έπρεπε απο την αρχή
νάχα ρίξει στη φωτιά
Τα μαλλιά μου να σου κόψω
Έτσι όπως θάρχεσαι απο νύχτα υγρή
από μακριά τον ίσκιο μου να πιάνεις
 Άν σε κάνω να έρχεσαι απο τα νερά
ή κόμη σου θα σπάνει

Άν σε κάνω απο τα καφενεία τους νάρχεσαι
θα ξεχωρίζω στον αέρα τον καπνό τους
 Μά ναί, θα σε φανταστώ ωραία     
νύχτα να κατεβαίνεις από ωτομοτρίς
και νάναι τα φώτα του σταθμού όλα σβησμένα
Να ψάχνεις για κάποιον άχθοφόρο, ένα βοηθό
και να μην φτάνεις
Θα βάζω τον αέρα να παίρνει τα φορέματά σου           
Τα σκορπισμένα φύλλα τους πάνω στα πλακάκια
να μήν πιάνει
Θα βάζω δίσκους στό γραμμόφωνο
΄Απ΄τό παράθυρο ψηλά θ΄απλώνω τα σεντόνια

΄Ε, εσείς με τίς βαλίτσες εκεί – θα φωνάζω  
΄Ελάτε επάνω
΄Ανεβείτε τα σκαλιά

Τέτοια ώρα έδωπέρα, τί ζητάτε;
Εγώ μια χαμένη κομμώτρια
σε τούτα τα χωριά                   
σ΄αυτά τα βυθισμένα έπίνεια
που νάβρω τα λεφτά τα νέα μου σχέδια να βάλω
Έρχονται κυρίες με ψεύτικα μαλλιά
Φλυαρούν κι είναι απο χρόνια να πεθάνουν
Κάθονται σε καρέκλες                        
Ανοίγουνε περιοδικά
Όλο το κεφάλι τους  στα χέρια μου αφήνουν
Μιά κίνηση να κάνω
Τόκοψα

Τώρα που οι πελάτες μου φτάνουνε                                              35
κάτω απο μάσκες κι είναι άγνωστοι
-     ούτε και μεταξύ τους γνωρίζονται
Σέ ποιά πλατεία, σε ποιό σινεμά πρωτεύουσας
Να μπώ και να φωνάξω
 Άκέφαλα πτώματα τί επιμένετε να χτενιστείτε;                           40

Στο τελευταίο χτένισμα που έκανα
έβαλα δυό τρία τσιμπιδάκια
Μέ κορδέλα πίσω έδεσα τα μαλλιά
Κοπέλα μου, της είπα, τράβα στους αγρούς
Εδώ τι παριστάνεις;                             
Τι έρχεσαι σε μένανε και στήνεσαι
μιάν άλλην όψη να σου δώσω
Αφού αυτή πουχες, την έχασες
Την άλλη που ζητάς, που να την έβρεις;

Περίπου Μεγάλη Παρασκευή μ΄άφησε 
                                        Φεύγω για το Ζάγκρεμπ, είπε
Τον είδα τελευταία φορά μέσα από τον καθρέφτη
Κάπνιζε κι έγνεφε αργά
Στους απέναντι που φορτώνανε ψυγεία, χράμια, μπαχαρικά
Έμειναν μπροστά στους καθρέφτες μέχρι που έσβησε                      
ο θόρυβος απο τις μηχανές τους
Το βράδυ τσιμπιδάκια, πούδρες, χτένες, κι όξυζενέ
στα πλακάκια πέταξα
Κρεμάστρες στους τοίχους ένα γύρο κρέμασα
Το ραδιόφωνο άνοιξα                                                      
Τίποτα       Τίποτα

Πεθαμένη μου ΄Αφροδίτη
μέσα απ΄τον καθρέφτη μου πρόβαλε
και φέρε μου όπως άλλοτε την πνιγμένη μου
τη μάνα                                                                                        65
έτσι όπως θα βγεί μπροστά απο τις καρέκλες,
τα σίδερα αυτά του δωματίου να μπεί και χάμω
να ξαπλώσει.Νυσταγμένα,  όπως άλλοτε να μου φωνάζει
-         Κύτταξε αυτά τα καμώματα να τα αφήσεις
Να βρείς κάποιονε να παντρευτείς                                           70
Τίς βαφές και τα περμανάντ να τα παρατήσεις

΄Απ΄τον σπασμένο μου ετούτο τον καθρέφτη
χαμένη μου ΄Αφροδίτη πρόβαλε
και φέρε μου όπως άλλοτε την Εύδοκία
Σ΄αυτό το κουτί ρίχνω νομίσματα                                          
Τα χρήματα που παίρνω βάζω
Κάτι δεκάρες που περισσεύουν
Πάρε τα και δός της τα, κι όποιο θέλει φόρεμα
Όποιο νυχτικό ζηλέψει αγόρασέ το

 Moναχή να μη μείνω




Β΄
Πήγα σήμερα στους βράχους
εκεί που οι πέτρες αγναντεύουν το νερό
και είδα στις πέτρες επάνω χαραγμένες
τούτες τις φράσεις πούναι λέξεις μαγικές
Φίλη Αφροδίτη εμνήσθη επ΄αγαθώ.Μααρκος. ORBIUS.
    Πυθονίκης.                                                                                    5
Και κάθισα σε μιάν άκρη παράμερα και είπα
Εμένα τι καλό μου έκαμε η ΄Αφροδίτη
Ήρθε ποτέ στην πόρτα μου με την είκόνα ενός ψαρά
Ενός γανωματά, ενος μάστορα
Τεχνίτη;                                                                                            10
Ή τάχα με ξεπλέρωσε με τον καθρέφτη που βρήκα απο την
    μάνα μου
και τις πραμάτιες που κρεμάνε στις βιτρίνες;
Τάχα έχει πια θέση μεταξύ μας
Έχει ένα πρόσωπο, ενα τηλέγραφο στο σπίτι της
Το σχήμα της υφαίνεται σε αποβάθρες                                               15
Σε βροχές
Σε δρόμους, σε σταθμούς υγραίνεται
Ποιές πόρτες τώρα περπατάει
Άραγε έρχεται σ΄αυτές τις φίλες μου
με τον τρόπο μιάς ΄Αφροδίτης πάνδημης
βρίσκει τακούνια για τα πόδια της
ταφτάδες ρίχνει στο κορμί της;

Και είπα Ναι, έρχεται
Μέ τον τρόπο ενός άντρα που σχολά απ΄τη δουλειά
   στις δώδεκα
και γυρίζει μοναχός του στο σπίτι
και παίρνει πίσω το δίκιο του χτυπώντας με – από αυτά
   γεμάτες οι φυλλάδες
Και είπα Ναι, η Αφροδίτη πόρτες άντρών μονάχα έρχεται
Στά ρούχα τους ρίχνει λάδι και λεκέδες
στα μαλλιά τους βάζει άσβέστες, χώματα
Στό λαιμό τους κρεμάει αλυσίδες                                                   30

Και κοίταξα ζερβά, δεξιά κάποιος ξένος να μην φτάνει
Κι έφτασα εκεί που ο Δήμος έχει φράξει
Ψηλά βάζοντας κάγκελα και  Άπαγορεύεται η θήρα
Και μπογιά παίρνοντας
-         Απο αυτή που έφτιαξε με φούμο, με θυμίαμα και με
καυτό νερό
ή Μάρθα μας- ή πλανεμένη πιο απ΄όλες
Φίλη Αφροδίτη εμνήσθη επί κακώ.Στέλλα. Φωτεινή. Βαρβάρα.

Έγραψα.


===============


Κάνε γρήγορα ξένε  μήν αργείς. Βιάσου
μήτε το σώμα σου να περάσει στον καθρέφτη
μήτε μέσα στα μάτια μου το σχήμα σου να αποτυπωθεί
ώστε όταν θάχεις φύγει πιά μακριά, κλείνοντας πίσω σου την πόρτα
τίποτα και κανένας μη με δείχνει
πως και εσύ πέρασες απο δώ κι έπειτα χάθηκες
Πέθανες.

===================

Πήγα  σήμερα  στους  βράχους
Για  να  σκοτωθώ  πήγαινα 
Κι  είδα  μακριά  βαπόρια
Τη  θάλασσα  κάτω  μαυρισμένη  είδα
Πουλιά  να  πετάνε  πάνω  με  φωνές
Εργοστάσια  πίσω  μου  να  κόβουνε  σε  βάρδιες
                  τη  μέρα
Είδα  και  τους  ναύτες  με  βία  να  τραβάνε
                   τα  σχοινιά
Ν’ αλλάζουνε  γραμμη  στην  πορεία
Κι  έμεινα  έτσι  ώρα  πολλή
Γύρισα  πίσω
Μαράθηκα .