Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ










Ἡ δίψα στὸ Μυστρὰ

Ἥλιος κονταρομάχος, παντοκράτορας τῆς ἐρημιᾶς.
Διψούσαμε ἀνάμεσα στις πέτρες καὶ στὰ χρόνια,
διψούσαμε ὅσα διψάσαμε πρὶν ἀπ' τὴ γνώση τῆς δίψας
σὲ πέτρινα μονοπάτια μίαν ἔξοδο στὸν οὐρανὸ 
σὲ πέτρινα χείλη δυὸ φοῦχτες νερὸ 
νερό.

Ἀγριοσυκιὲς δυναστεύοντας τ' ἀρχαία ἐρείπια, 
τροῦλλοι σιωπῆς μὲ κόκκινα κεραμίδια,
ἀγκάθια ἀνάμεσα στὰ σφιγμένα δόντια τῆς πέτρας.
Ὁ μαρμάρινος δικέφαλος στὸ νάρθηκα
φθαρμένος ἀπ' τὰ πέλματα χρόνων καὶ χρόνων,
μόλις ἀνοίγοντας τὰ μάτια του στὸ τελευταῖο βυζαντινὸ μισόφωτο.

Διψούσαμε. Κ' οἱ παραπόταμοι τὸν Εὐρώτα ἄσπρα γυμνὰ χαλίκια 
ἄσπρα γυμνὰ κόκκαλα, κ' οἱ πικροδάφνες σκονισμένες 
κοιτάζοντας τὸν παντοκράτορα ἥλιο, τὸν τύραννο, τὸν ἀδυσώπητο.

ΤΟ ΡΑΣΟ τοῦ Παχώμιου ξεθώριασε μὲς στὸ λιοπύρι,
τὸ μαῦρο γύρισε στὸ κόκκινο, 
τὸ κόκκινο στὸ κίτρινο,
κ' ὕστερα πράσινο
κι ἀργότερα σταχτὶ - καθόλου χρῶμα.
Τὸ ράσο τοῦ Παχώμιου τὸ κόψαμε λουρίδες, 
βάλαμε πένθος στὸ μανίκι μας, 
μπαλώσαμε τὶς σκηνὲς τοῦ Ἄη-Στράτη - 
ἡ καλόγρια τόκανε σφουγγαρόπανο, 
πλένει τὸ προαύλιο τῆς Παντάνασσας 
μιλώντας μὲ τὴν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα
που σαπουνίζει στὴ σκάφη τὸ πουκάμισό της,
μ' αὐτὸ τὸ ἴδιο πράσινο σαπούνι ποὺ πλένουμε τὰ χέρια μας 
μιλώντας γιὰ τ' ἀρχαία κλέη καὶ τὶς δυσκολίες τοῦ νοικοκυριοῦ 
γιὰ τὴν ἀκρίβεια τὸν ψωμιοῦ καὶ τῆς πατάτας 
γιὰ τὴν ἀκρίβεια γενικά τῆς ζωῆς
καὶ πιὸ πολὺ γιὰ τὴν ἀκρίβεια κάποιων ἀσήμαντων πραγμάτων. 
Διψούσαμε πάντα στὴν Παντάνασσα, δουλεύοντας μὲς στὸ λιοπύρι 
σκαλίζοντας τοὺς Νόμους, Πλήθων Γεμιστέ, πάνου στὴν πέτρα 
κι ὁ Μανουὴλ Χρυσολωρᾶς μόνος στὰ ξένα μὲ τὰ ἐρωτήματά του, καὶ τὸ δικό σου λείψανο στὰ ξένα,
 ἔνδοξο λάφυρο στὰ χέρια τοῦ 
         Σιγισμούνδου Μαλατέστα
κ' ἐδῶ ἡ καρδιά σου ἡ διψασμένη νὰ χτυπάει κάτου ἀπ' τὴν πέτρα.

ΠΑΝΩ στὸ βράχο τὰ φαρδιὰ χνάρια ἀπ' τὰ πέλματα τῶν στρατιωτῶν. 
Μὲ τέτοιον ἥλιο πῶς τοὺς ὁδήγησαν στὸ θάνατο; 
Πῶς δέχτηκαν τὸ θάνατο μὲ τόσον ἥλιο; 
Πῶς ἔγινε νὰ σκεπάσουν μὲ στάχτη τὰ μαλλιά τους;

Τώρα κρατούσαμε τὸ σκοινὶ τῆς καμπάνας στὸ χέρι μας, 
ἀκούγαμε νὰ τρέμει τὸ σκοινὶ στὴν παλάμη μας, 
χωρὶς νὰ χτυπᾶμε τὴν καμπάνα, 
χωρὶς νὰ λευτερώνουμε τὴν κραυγή, 
μὴν ἀντηχήσει ἡ φρυγμένη κοιλάδα τοῦ Εὐρώτα, 
μὴ καὶ ξυπνήσουν οἱ νεκροὶ φρουροὶ στὰ καραούλια, 
μὴ κι ἀνεβοῦν οἱ σκλάβοι βροντώντας τὶς ἁλυσσίδες τους 
στὶς τρομερὲς πέτρες τοῦ καλοκαιριοῦ.

ΠΡΟΣΩΠΑ ἁγίων μπαλωμένα μὲ τσιμέντο,
στὸ κάτω μέρος τῆς τοιχογραφίας τὰ παιχνίδια τῶν παιδιῶν καὶ
       τῶν πουλιῶν,
τὰ σταμνιὰ κι ὁ θόρυβος τῆς κρήνης -
γραφικὲς λεπτομέρειες γδαρμένες ἀπ' τὰ νύχια τοῦ χρόνου, 
ἐπιμένοντας δίχως νὰ καταφέρνουν νὰ εὐθυμήσει 
αὐτὸς ὁ Ὡραῖος Νέος μὲ τὸ ἄσπρο γαϊδουράκι,
τόσο συλλογισμένος ἀπ' τὴν εὐθύνη του καὶ τὴν ἀπόφασή του, 
τόσο ἀπελπισμένος μὲς στὸ φῶς του, 
διψώντας πλάι στὶς κρῆνες καὶ στὶς γεμάτες στάμνες καὶ στὰ
γεμάτα μάτια τῶν μαθητῶν Του.

Δούλευαν μὲς στὸ μεσημέρι τοῦ Μυστρὰ - δὲ σήκωναν τὸ μέτωπο, 
δούλευαν γιὰ τὸ Ἀνώλεθρο, Πλήθων, μὴ φτάνοντας, 
ἔτρεχε ὁ ἱδρώτας μὴ μιλώντας καθόλου γιὰ τὴ δίψα τους 
μήπως καὶ σωριαστοῦνε γλείφοντας τὴν πέτρα.

Εἴταν ὡραῖο το πράσινό της τοιχογραφίας
καὶ τὸ κεραμιδὶ συμπληρώνοντας τὸ πράσινο, 
συμπληρώνοντας - Μὲ τί θὰ συμπληρώσουμε
τοῦτο τὸ κόκκινο που δὲν ἐπιδέχεται παρὰ μόνο το κόκκινο;

Κι αὐτὸς ὁ ὁρμητικὸς ἄγγελος, 
σταματημένος στὴ στάση τῆς ὁρμῆς, 
τί ἔρχεται ν' ἀναγγείλει, 
ποιὸ πένθος τοῦ κρίνου, 
ποιὸ θάνατο μὲ τὸν κρίνο, 
ποιὰ νίκη, ποιὰ εὐτυχία τοῦ κρίνου;

Διψούσαμε κάτω ἀπ' τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου 
σταματημένοι στὴ στάση τῆς ὁρμῆς.

ΕΔΩ τὸ φλογερὸ πράσινο  τῶν δέντρων, 
ἡ βέβαιη βουὴ τῶν νερῶν,
οἱ νέοι σπαρτιάτες μὲ τὰ ποδήλατα,
ὁ νέος ἱερέας μὲ τὸ κυανὸ ἀντερὶ διασχίζοντας τὴν ἑσπέρα, 
τὸ λεωφορεῖο στὴ σκιὰ τῆς Μητρόπολης.

Ἐκεῖ τ' ἀσκητικὸ βουνὸ μὲ τὸ σφιγμένο του σαγόνι 
μὲ τὸ γδαρμένο στέρνο τῆς ὑπεροψίας του
γυμνό, καταγυμνὸ
τ' ἀσκητικὸ βουνό. 

Κι ἐμεῖς, ἀνάμεσα.

Τὴ νύχτα, πλάι στὶς ροδοδάφνες, - ἔλεγε -
περπατοῦν ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Ἀπόλλωνα.
Οἱ νέοι σπαρτιάτες ξεπεζεύουν ἀπ' τὰ ποδήλατα,
κόβουν κλαδιά, ντουφεκᾶνε, στέκουν καὶ κατουρᾶνε στὸν Εὐρώτα. 
Ὁ Ἀπόλλωνας σωπαίνει
ὁ Χριστὸς σωπαίνει. Ὁ Εὐρώτας κυλάει. 
Δὲν ἀκούσαμε τί εἶπε.

ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΙ κολλημένοι στὸν τοῖχο,
οἱ ἑβδομήντα Μάρτυρες ἀνηφορίζοντας στὴν ἀγγαρεία τῆς Μακρόνησος 
μεγάλα δάκρυα βουλιαγμένα στὶς πέτρες καὶ στὰ γένεια τῶν ἁγίων.

Μιὰ ροδιὰ ἐπιμένει - ἀνάβει στὸ καταμεσήμερο τὰ κόκκινα
λουλούδια της
σὰν τοὺς βάλανους κοιμισμένων στρατιωτῶν. Ἀγριοσυκιές 
τεντώνουν τὰ συστραμμένα χέρια τους ἔξω ἀπ' τ' ἀρχαία παράθυρα - δὲν παραδίδονται.

Κι αὐτὸς ὁ στρατιώτης χώνει τὸ κεφάλι του στὴ βρύση 
φτιάχνοντας ἕνα κράνος ἀπὸ νερό, αὐτός 
δὲν ὑπακούει, δὲν παραδίδεται, δὲν παραιτεῖται.

ΕΙΝΑΙ τέσσερα χέρια ἁπλωμένα στὸ σκοτάδι, 
τέσσερα χέρια - δὲν ἐπαιτοῦν, 
τέσσερις δέσμες ἀκτίνων καίγοντας τὰ χέρια,
μπορεῖ κιόλας οἱ ἀκτίνες νὰ ἐκπέμπονται ἀπ' τὰ χέρια.

Σ' αὐτὸ τὸν τόπο ἡ εὐπρέπεια χαμογελάει πάνω ἀπ' τὰ κόκκαλα πάνω ἀπ' τὴ δίψα ἀστράφτουν τ' αὐστηρὰ σιγίλλια τῶν ἄστρων. 
Ὄμορφοι τάφοι σκαλισμένοι μὲ δάχτυλα προσεχτικὰ
 - τίποτα δὲν προδίνει τὴν κραυγή τους. Τὰ πιὸ ὄμορφα γυμνὰ
      σμιλεύονται
στὶς σαρκοφάγους. Λέγαμε
γιὰ τὴν πτωχεία τῶν πατέρων μας
- φτωχοὶ αὐτοὶ μὲ τὴν ἀξιοπρέπεια στὴ στάση καὶ στὸ βάδισμα!
     Στὸ πρόσωπό τους
οἱ σκιὲς ἀπ' τὶς τρομαχτικὲς χειρονομίες ἑνὸς ἐφιάλτη. 
Φτωχοὶ καὶ μεῖς - ὁ μέγας πλοῦτος ποὺ δὲν δίνεται.

Οἱ ἐχθροὶ καλύτερα μαντεύουν ἀπ' τοὺς φίλους
τί θησαυροὶ στοιβάζονται κάτου ἀπ' τὶς πέτρες. 
Εἴχαμε ἀργήσει ἀνάμεσα στὰ ἐρείπια.

Κ' εἴσουν ἐσύ, ὁ Περίβλεπτος, κλεισμένος (σὲ εἴδαμε) 
μέσα στὴν κυκλική σου δόξα - ἀμίλητος, 
κλεισμένος, ἀνεβαίνοντας κλεισμένος, 
ὅπως κι ὁ ἥλιος μὲς στὸν κύκλο τῆς φωτιᾶς του, 
καίγοντας τὴ μεταλλική του σάρκα, 
καίγοντας καὶ φωτίζοντας, φωτίζοντας καὶ καίγοντας

                                                ΜΥΣΤΡΑΣ, Ιούνιος 1954