Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Α. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ -- excelsior ἢ το Ρόδον τοῦ Ἰσπαχάν




                                                                                                                                           photos DANIELE  SARTORI








EXCELSIOR
Ή
ΤΟ ΡΟΔΟΝ ΤΟΥ ΙΣΠΑΧΑΝ

    Ἦτο ἄνοιξις καὶ βρισκόμουν σὲ ἕναν δημόσιον κῆπο. Ὅλοι μας ξέραμε πώς κάποιος θὰ ἤρχετο τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἐγνώριζε ποῖος ἦτο ὁ ἀναμενόμενος, μήτε ποιὰ ὥρα ἀκριβῶς θὰ ἔφθανε. Ὅλοι, ὅμως, αἰσθανόμεθα ὅτι ἐπέκειτο ἡ ἄφιξίς του, διότι ὁ οὐρανὸς ἦτο ἀφαντάστως αἴθριος  καὶ ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ πουλιὰ κελαϊδοῦσαν κατὰ τρόπον φρενήρη. Ἡ χλόη φύτρωνε παντοῦ τάχιστα – σχεδὸν  ὀφθαλμοφανῶς. Ἀπὸ τὶς βρύσες ἔτρεχε συνεχῶς ἄφθονο διαυγὲς νερό. Στὸ στόμα μου, ἡ ἔκκρισις τῶν σιελογόνων, καθίστατο ὁλοὲν μεγαλειτέρα. Ἡ καρδιά μου χτυποῦσε πολὺ δυνατὰ καὶ σφυροκοποῦσε τὸ ἴδιο προμήνυμα μὲ ζωηροὺς γοργοὺς παλμούς, μέσα στὸ εὐρύ μου στέρνο.
    Ὁ περισσότερος κόσμος περίμενε στάς λεωφόρους καὶ στάς μεγάλας πλατείας τῆς πόλεως. Ἐγὼ ὅμως προτίμησα τὸν δημόσιο κῆπο. Χωρὶς νὰ ξέρω διατί, εἶχα τὸ αἴσθημα ὅτι ἐκεῖ θὰ εἴμουν  καλλίτερα  τοποθετημένος παρὰ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, πολλῶ μᾶλλον ποῦ εἶχα διαλέξει γιὰ νὰ σταθῶ, ἕναν μικρὸ λόφο, πού εὐρίσκετο στὰ κράσπεδα τοῦ  πάρκου, ἀπ’ ὅπου θὰ μποροῦσα νὰ δῶ καὶ νὰ παρακολουθήσω τὴν ἔλευσιν, ἔχων μπροστά μου πεδίον πιὸ ἀναπεπταμένον.
   Ἡ ἀνυπομονησία μου ηὔξανε συνεχῶς καὶ γρήγορα  ἔγινε ἀδημονία. Ἐν τούτοις, ἔτσι ὅπως εἶμαι φίλος ἔνθερμος των τρυφερῶν κορασίδων καὶ τῶν χαριτωμένων νεανίδων, βρῆκα τρόπο νὰ ἀντεπεξέλθω στὴν ἀνυμοπονησία, παρακολουθῶν, μὲ ἐνδιαφέρον φλογερόν, τρία κοράσια, πού ἐφαίνοντο καὶ αὐτὰ νὰ περιμένουν, μὲ αὔξουσαν  λαχτάραν, τὴν ἄφιξιν, τὸ μέγα, καί, ὡς ἐπέτρεπαν ὅλοι πλέον οἱ οἰωνοὶ νὰ ἐλπίζωμεν, εὐτυχὲς διὰ πάντας γεγονός. Αἱ   τρεῖς κορασίδες   ἦσαν  ὡραιόταται, καὶ ἡ ἡλικία των  ἐκυμαίνετο ἀπὸ δέκα μέχρι δεκατριῶν ἐτῶν. Ἡ πρώτη, κρατοῦσε στὸ χέρι της μίαν μαγνόλιαν. Ἡ δευτέρα, κρατοῦσε μίαν χρυσόμυιγα. Ἡ Τρίτη καὶ ὡραιοτέρα, φοροῦσε μιὰ γαλάζια πελερίνα καὶ στὸ ξανθὸ κεφάλι της φοροῦσε ἕνα μεγάλο ψάθινο καπέλλο, εἶχε δὲ στὰ χείλη της ἕνα μειδίαμα αἰνιγματικόν, ἀλλὰ γλυκύ, γλυκύτατον συγχρόνως.   
    Εἰς μικράν ἀπόστασιν ἀπὸ ἐμὲ καὶ τὰς τρεῖς κορασίδας, δύο παιδαγωγοί, καθήμεναι ἐπὶ πάγκου, συνεζήτουν. Ἕνας τυφλὸς ἐπαίτης, παραπλεύρως, ἔτεινε τὸ κασκέτον του καὶ θεοσχωροῦσε τὰ πεθαμένα τῶν διαβατῶν.
     « Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω ποιὸς φθάνει σήμερα. Τί λὲς ἐσὺ ; » ἔλεγε ἡ πρώτη γκουβερνάντα.
« Δὲν ξέρω » ἀπάντησε ἡ ἄλλη. « Ἔρχεται ὅμως ἔρχεται . . .Περὶ αὐτοῦ εἶμαι βεβαία ».
« Ναί, ἔρχεται !  Ἔρχεται, μὲ δόξα καὶ μύρα », εἶπε ὁ ζητιάνος, διακόπτων πρὸς στιγμὴν τὴν ἐπαιτείαν.
« Μὰ ποιὸς εἶναι, ἐπιτέλους, αὐτὸς πού ἔρχεται ; Ποιὸς ; » ἠρώτησαν τὸν ἐπαίτην αἱ    δύο παιδαγωγοί, μὲ ἔκδηλον ἀδημονίαν.
     Ὁ τυφλὸς πρὸς στιγμὴν συνωφρυώθη, ἔπειτα ἔστρεψε τὸ ἀόμματον πρόσωπόν του πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε:
     « Ὁ ἀναμενόμενος ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, ἀπὸ τὸν Ἰσπαχάν ».
Αἱ  δυὸ παιδαγωγοὶ κοιτάχθηκαν ἐμβρόντητοι.
«τί θὰ πῆ Ἰσπαχάν ; » ἠρώτησε τὴν γκουβερνάντα του ἕνα πολὺ μικρὸ παιδί, που ἐκράτει ἕνα μπαλλόνι κίτρινο, δεμένο μ’ ἕνα σπάγγο.
Ἡ πρώτη γκουβερνάντα ἤνοιξε τὸ στόμα της νὰ  ἀπαντήσει, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ  ἠκούσθησαν σάλπιγγες. Ἡ διδασκάλισσα  ἠγέρθη πάραυτα καὶ ἔμεινε ἄναυδος. Ὁ κόσμος ἠλεκτρισμένος ἤρχισε ἀμέσως νὰ κραυγάζη.
     «Ἔρχεται . . . Ἔρχεται. . . »
     Μετ’ ὀλίγον, ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τοῦ δημοσίου κήπου, ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς πόλεως, ἠκούετο ἐκφωνουμένη ρυθμικὰ μιὰ στεντορεία  μυριόστομη ἰαχὴ :
      « Ἒρ-χε-ται . . . Ἒρ-χε-ται . . .»
      « Ἔρχεται! . . . Ἔρχεται!. . .» ἐφώναζα καὶ ἐγώ, ἀλλὰ χωρίς, ὡστόσο, νὰ ἀποσπάσω, οὔτε πρὸς στιγμήν, τὸ βλέμμα μου ἀπὸ τὰς τρεῖς κορασίδας, καὶ ἰδίως ἀπὸ τὴν παιδίσκην μὲ τὴν γαλάζια πελερίνα.
     « Ἔρχεται! . . . Ἔρχεται! . . . » ἐφώναζαν ὠσαύτως, ἐν  ἐξάρσει , δύο  ἐκ τῶν τριῶν κορασίδων, χοροπηδώντας μὲ τὰ λευκὰ μποτίνια των ἐπὶ τῆς χλόης.
    «Ἔρχεται !. . . Ἔρχεται !. . . » ἐφώναζε ὁλόκληρος ὁ πληθυσμός.
    Μόνον ἡ τρίτη κορασίς, κρατώντας τώρα τὸ ψάθινο καπέλλο της στὰ γόνατά της, ἔμενε σιωπηλή, ἀλλὰ μὲ ἔκφρασιν ἀγαλλιάσεως στὸ πρόσωπόν της. Ἦτο ἀληθῶς ἀπίστευτη ἡ καλλονή της.
     «Ἔρχεται !. . .  Ἔρχεται !. . . »  ἐπανελάμβανε καὶ τὸ μειράκιον ὡς ψιττακός, χοροπηδώντας καὶ αὐτὸ σπασμωδικῶς ἐπάνω-κάτω. Ἔπειτα, στρεφόμενον μὲ ἄγχος, ἀλλὰ καὶ μὲ λατρείαν πρὸς τὴν παιδαγωγόν του, ἐφώναξε δυνατά:
      « Γρήγορα. . .Γρήγορα. . . Σᾶς παρακαλῶ . . .θέλω νὰ κατουρήσω . . .»
       Ἡ παιδαγωγὸς ὅμως, δὲν ἔδωσε καμίαν προσοχὴν εἰς τὰς παρακλήσεις τοῦ μικροῦ παιδιοῦ. Παρὰ τὴν ἐπαγγελματικήν  της ἐπάρκειαν , ἐκείνη τὴν στιγμήν, δὲν ἦτο εἰς θέσιν νὰ προσδράμη, διότι ἡ προσοχὴ της ἦτο ἐστραμμένη ἐξ ὁλοκλήρου ἀλλοῦ. Κωφεύουσα εἰς τὰς κραυγάς τοῦ μειρακίου, ἀνέμενε καὶ αὐτή, ἐκστατικὴ καὶ φρικιώσα, νὰ ἰδῆ τὴν διέλευσιν τοῦ ἀναμενομένου, τὴν ἄφιξιν τοῦ ὁποίου αἱ σάλπιγγες ἐσάλπιζαν ἀκαταπαύστως, προσδίδουσαι εἰς τὴν ὥραν αὐτὴν τῆς πανδήμου προσδοκίας, ὄχι μόνον μίαν πανηγυρικήν χροιάν, ἀλλὰ καὶ μίαν ἐρωτικότητα καθολικήν.
        Καὶ ἐνῶ ὁ μικρὸς παῖς ἐξηκολούθει τὰς ἐκκλήσεις του, αἴφνης ἠκούσθησαν ἀπὸ μακρυὰ ζητωκραυγαὶ καὶ οὐρανομήκεις ἐπευφημίαι. Τότε καὶ μόνον τότε, κατώρθωσα νὰ ἀποσπάσω τὸ βλέμμα μου ἀπὸ τὰς κορασίδας, αἱ  ὁποῖαι τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐσκαρφάλωναν εἰς τὸν πάγκον, ὅστις εὐρίσκετο στὴν κορυφὴν τοῦ χλοεροῦ ὑψώματος ἐπὶ τοῦ ὁποίου εὐρισκόμεθα, διὰ νὰ ἰδοῦν καλλίτερα ἀπὸ κεῖ τὸ μέγα γεγονὸς που ἔμελλε νὰ λάβη χώραν. Προσπερνώντας ἐν τάχει τὶς μικροῦλες, ἔλαβα θέσιν 3 ἢ 4 μέτρα ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν πάγκο καὶ ἐκοίταξα τὸν δρόμο. Αἱ  ζητωκραυγαὶ  ἠκούοντο πλησιέστερα καὶ ἐνετείνοντο. Ὁ κόσμος ἐδονεῖτο. Μιὰ δύναμις  ἀστυφυλάκων προσεπάθει νὰ συγκρατήση ἐπὶ τῶν πεζοδρομίων τὸ πλῆθος, που κόντευε νὰ πλημμυρίση τὴν πρὸ τοῦ κήπου εὐρείαν λεωφόρον.
      Τότε, ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν  πλευρὰν  τῆς πόλεως, πρόβαλε ἕνα στιλπνὸν λαντώ, συρόμενον ἀπὸ δυὸ μεγάλους ἵππους. Ἡ ἅμαξα ἐπλησίαζε ἐν θριάμβω. Τὰ πλήθη ἐκόχλαζαν ἀπὸ ἐνθουσιασμόν. Ἡ ἅμαξα ἐφαίνετο νὰ περιέχει πλάσμα τί περιούσιον – ἀπόλυτον θησαυρόν. Ὅμως, ὁ εὐσταλὴς ἁμαξηλάτης, μᾶς ἠμπόδιζε, μὲ τὸ μέγα σῶμα του, νὰ διακρίνωμεν ἀπὸ τὴν ἰδικὴν μας σκοπιάν, ποιὸς εὐρίσκετο μέσα.
     Ὁ κόσμος μαινόμενος, ἐφώναζε τώρα :
    «Ἔφθασε ! Ἔφθασε!… Ζήτω!...Ἐλελεῦ!...  »
    Μέσα στὸ πανδαιμόνιο, ἡ φράσις τοῦ τυφλοῦ ἐπαίτου  ἦλθε στὰ χείλη μου, καὶ ἀνάμεσα εἰς τὰς ἄλλας μου ἐπευφημίας ἐφώναζα κάθε τόσον καὶ ἐγὼ :
      « Ἔρχεται!... Ἔρχεται, μὲ δόξα καὶ μὲ μύρα… »
      Ἡ ἅμαξα  ἐπλησίασε ἀκόμη περισσότερον καὶ τέλος ἐφάνη εἰς τὰ ἔκθαμβα μάτια μου ὁ ἐπιβάτης.
     Μέσα εἰς τὰς ἰαχάς καὶ τοὺς ἀλαλαγμούς, ἠκούοντο τώρα ἀναφωνήσεις ἐξάλλου θαυμασμοῦ. Εἰς τὸ λαντώ, ἓν  πλάσμα νεώτατον, ἐκτάκτου κάλλους, μιὰ παιδίσκη 11 ἕως 12 ἐτῶν, ἵστατο ὀρθία ἐπὶ τοῦ ὀπισθίου καθίσματος, τελείως μόνη καὶ τελείως γυμνὴ καί, μειδιώσα μὲ ἀπαλωτάτην φιλαρέσκειαν, χαιρετοῦσε ἁβρότατα δεξιὰ καὶ ἀριστερά τα πλήθη. Τὰ ξανθὰ μαλλιὰ της ἀνεστατώνοντο ἀπὸ τὸ ρεῦμα που προκαλοῦσε ἡ φορὰ τῆς ἁμάξης, αἱ θηλαὶ τῶν νεαρῶν μαστῶν της ἐξετοξεύοντο, ἐνῶ εἰς  το μεταίχμιον τῶν λευκῶν ἀκρομηρίων της καὶ τῆς χρυσῆς της ἥβης, πλαισιούμενον ἀπὸ τὰς ἐλαχίστας μόνον τρίχας του, ἐρόδιζε προπετὲς καὶ σφύζον καὶ ἀπεριγράπτως θελκτικόν, τὸ τρυφερὸν αἰδοῖον της.
       Ὁ κόσμος ἐβόα καὶ ἀλάλαζε. Ἐγὼ δὲν πίστευα στὰ μάτια μου. Ἡ ἐν τῷ λαντῶ ἐποχουμένη κορασίς, ἦτο ἡ ὡραία παιδίσκη μὲ τὴν γαλάζια πελερίνα, που μόλις πρὸ ὀλίγου εὐρίσκετο ἐν μέσω ἠμῶν ,στὸ πάρκο!
       Ἐνθυμούμενος πάντοτε τὰ λόγια τὰ προφητικά του τυφλοῦ ἐπαίτου, ἐφώναξα τώρα, μὲ φλεγόμενην τὴν ψυχή μου:
       Δόξα σὲ σένα, Ρόδον τοῦ Ἰσπαχάν! Δόξα σὲ σένα Τρισχαριτωμένη!»
       Δάκρυα χαρᾶς πλημμύριζαν τὰ μάτια τοῦ περισσοτέρου κόσμου, καθὼς καὶ τὰ ἰδικά μου. Μόλις διῆλθε ἡ ἅμαξα, στράφηκα καὶ κοίταξα τὸν πάγκο.Μόνο δυὸ κορασίδες ἵσταντο ἐπ’ αὐτοῦ. Ἡ τρίτη, ἡ ὡραιοτέρα, ἔλειπε. Εἰς τὴν θέσιν της ὑπῆρχε μόνον ἡ γαλάζια πελερίνα καὶ τὸ μεγάλο ψάθινο καπέλλο της. Διὰ μιᾶς πλησιάζω, ἁρπάζω τὸ καπέλλο καὶ τὸ σηκώνω. Ἕνα ρόδον ἐξαίσιον εὐρίσκετο ἀπὸ κάτω, ἀκουμπημένο ἐπάνω στὴ γαλάζια μπέρτα. Ρίγος ἰσχυρὸν μὲ συνεκλόνισε μόλις τὸ πῆρα στὸ χέρι μου. Ἕνα μικρούτσικο φακελλάκι ἦτο καρφιτσωμένο σὲ ἕνα ἀραχνοΰφαντον ἐκ λεπτοτάτου ἐλαστικοῦ προφυλακτικόν, ἄριστης κατασκευῆς, καὶ ἐντὸς αὐτοῦ, ἕνα μικρὸ χαρτάκι διπλωμένο. Βγάζω τὸ χαρτί, τὸ ξεδιπλώνω, τὸ διαβάζω καὶ μένω ἐμβρόντητος. Τὴν ἴδια στιγμή, ἀκούω κάποιον, πίσω μου, νὰ ἐκφωνῆ τὸ περιεχόμενον τοῦ μικροσκοπικοῦ σημειώματος, που  ἦτο γραμμένο μὲ χέρι παιδικό.
  « Ὅποιος μὲ βρεῖ νὰ μὲ κρατήση. Εἶμαι αὐτὴ που περιμένατε ».
  Στρίβω νὰ δῶ ποιὸς ἦτο αὐτὸς που ἵστατο ὄπισθέν μου, καὶ ἔμεινα ἄναυδος. Ἠτο ὁ τυφλὸς ἐπαίτης ὁ ὁποῖος εἶχε ἀναβλέψει καὶ διάβαζε ἐπάνω ἀπὸ τὸν ὦμο μου τὸ πολύτιμον σημείωμα, τὸ πολύτιμον μήνυμα, που κρατοῦσα ἐγὼ στὸ χέρι μου – ἐγώ, ὁ πιὸ τυχερὸς ἄνθρωπος στὸν κόσμο!
     Τὸ μέγα πλῆθος παραληροῦσε ἀκόμη. Εἰς μικράν ἀπόστασιν ἀπὸ ἐμέ, αἱ δύο παιδαγωγοὶ φιλιόντουσαν. Τὸ παιδίον εἶχε οὐρήσει διὰ πρώτην φοράν μόνο του, ἀνδροπρεπῶς, καὶ τώρα ἐζητωκραύγαζε καὶ αὐτό, μὲ τὴν ὀξείαν  παιδικὴν φωνήν του. Ἕνας  ἀστυφύλαξ, ἐνθουσιῶν, πυροβολοῦσε στὸν ἀέρα. Κοντὰ σὲ μιὰ πορτοκαλιά, ἕνας μεσῆλιξ ἔπεφτε στὰ γόνατά του καὶ κάτι ἔλεγε, σὰν νὰ προσηύχετο περιπαθῶς, ἀναστενάζων καὶ προφέρων λέξεις ἀσυλλήπτους. Πολλοὶ ἄνδρες ἔρριπτον τοὺς πίλους των εἰς τὸν ἀέρα. Πολλαὶ γυναῖκες καὶ νεανίδες χειρονομοῦσαν ἐν  ἑξάρσει καὶ ἔκλαιαν  ἢ γελοῦσαν. Τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ σπιθοβολοῦσαν. Ἐγώ, κάτι ἤθελα νὰ φωνάξω πάλι, μὰ ἡ συγκίνησίς μου ἦτο τόση, που μόνον νὰ ἀλαλάξω μπόρεσα, σὰν ἵππος χρεμετίζων. Τέλος, ἀφοῦ ἕσφιξα γρήγορα τὸν βραχίονα τοῦ ἐπαίτου, ὤρμησα ἔξω ἀπὸ τὸν κῆπον, συναποκομίζων τὴν μπέρταν, τὸ ψάθινο καπέλλο, τὸ ρόδον καὶ τὸ πολύτιμον μικροσκοπικὸν σημείωμα, καὶ τρέχων σὰν τρελλός, ἐτράπην πρὸς τὴν κατεύθυνσιν ὅπου εἶχε ἐξαφανιστεῖ τὸ λαντώ μὲ τὴν ὡραίαν παιδίσκην, ἐνῶ μιὰ δυνατή μυρωδιὰ τριανταφύλλων ἀνεδίδετο ἀπὸ παντοῦ, καὶ ὁ λαός, κορυβαντιῶν, ἐπανηγύριζε εἰς τὰς ὁδοὺς συναδελφούμενος, κάτω ἀπὸ ἕνα θεσπέσιον καὶ ἀδοκήτως ἐμφανισθὲν εἰς τὸ διαυγὲς στερέωμα, καὶ ἐν μεγαλείω καὶ δόξη ἰριδίζον, μέγα οὐράνιον τόξον. 















 http://www.flickr.com/photos/daniele_sartori/archives/date-taken/2009/12/08/

Flying Carpet

The Tappeto Volante (Flying Carpet): part of the Artist's Lights exhibition in Piazza Palazzo di Città, the square of Turin town hall, Piemonte, Italy2009