Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Ἐρωτόκριτος --- ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ






Μέρος Α΄

ΠΟΙΗΤΗΣ

Τοῦ Κύκλου τὰ γυρίσματα, ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουν
καὶ τοῦ Τροχοῦ, ποὺ ὧρες ψηλὰ κι ὧρες στὰ βάθη πηαίνουν·
καὶ τοῦ Καιροῦ τὰ πράματα, ποὺ ἀναπαημὸ δὲν ἔχουν,
μὰ στὸ Καλὸ κ' εἰς τὸ Κακὸ περιπατοῦν καὶ τρέχουν·
καὶ τῶν Ἁρμάτω' οἱ ταραχές, ὄχθρητες, καὶ τὰ βάρη, 5
τοῦ Ἔρωτος οἱ μπόρεσες καὶ τσῆ Φιλιᾶς ἡ χάρη·
αὐτάνα μ' ἐκινήσασι τὴ σήμερον ἡμέραν,
 νἀναθιβάλω καὶ νὰ πῶ τὰ κάμαν καὶ τὰ φέραν
σμιὰ Κόρη κἕναν Ἄγουροποὺ μπερδευτῆκαὁμάδι
 σὲ μιὰ Φιλιὰν ἀμάλαγημὲ δίχως ἀσκημάδι10
Κι ὅποιος τοῦ Πόθου ἐδούλεψε εἰς-ε καιρὸν κιανένα,
ἂς ἔρθει γιὰ ν' ἀφουκραστεῖ ὅ,τ' εἶν’ ἐδῶ γραμμένα·
Γιατὶ ὅποιος δίχως πιβουλιὰ τοῦ Πόθου τοῦ ξετρέχει, 15
εἰς μιὰν ἀρχὴ [ἂ' βασανιστεῖ], καλὸ τὸ τέλος ἔχει.
Ἀφουκραστεῖτε, το λοιπόν, κι ἂς πιάνει ὁπού 'χει γνώση,
 γιὰ νὰ κατέχει κι ἀλλουνοῦ ἀπόκριση νὰ δώσει.
 Στοὺς περαζόμενους καιρούς, ποὺ οἱ Ἕλληνες ὁρίζαν,
κι ὁποὺ δὲν εἶχε  Πίστη τως θεμελιωμένη ρίζαν, 20
τότες μιὰ Ἀγάπη μπιστικὴ στὸν Κόσμο ἐφανερώθη,
κ' ἐγράφτη μέσα στὴν καρδιά, κι οὐδέποτε τσῆ ἐλιώθη
.Καὶ μὲ Καιρὸ σὲ δυὸ κορμιὰ ὁ Πόθος εἶχε μείνει,
καὶ κάμωμα πολλὰ ἀκριβὸν ἔτοιους καιροὺς ἐγίνη.
Εἰς τὴν Ἀθήνα, ποὺ ἤτονε τσῆ Μάθησης  βρῶσις, 25
καὶ τὸ θρονὶ τῆς Ἀφεντιᾶς, κι ὁ ποταμὸς τσῆ Γνώσης
,Pήγας μεγάλος ὅριζε τὴν ἄξα Χώρα ἐκείνη,
μ' ἄλλες πολλὲς καὶ θαυμαστές, καὶ ξακουστὸς ἐγίνη.
Ἠράκλη τὸν ἐλέγασι, ξεχωριστὸν ἀπ' ἄλλους,
ἀπὸ πολλούς, καὶ φρόνιμους, κι ἀπ' ὅλους τοὺς μεγάλους·
ξετελειωμένος Βασιλιός, κι ἄξος σὲ κάθε τ[ρ]όπον, 31
ὁ λόγος τοῦ ἤτονε σκολειὸ καὶ νόμος τῶν ἀνθρώπων.
Μικρούλης ἐπαντρεύτηκε, κ' ἐσυντροφιάστη ὁμάδι
 μὲ ταίρι ποὺ ποτὲ κιανεὶς δὲν τ[οῦ] 'βρισκε ψεγάδι.
Ἀρτέμη τὴν ἐλέγασι τὴ Ρήγισσαν ἐκείνη, 35
ἄλλη κιαμιὰ στὴ φρόνεψη δὲν ἦτο σὰν αὐτείνη
.Κ' οἱ δυό τως ἤσαν φρόνιμοι, στὴν εὐγενειὰν ἐμοιάζαν,
στὴν ὄρεξιν εὑρίσκουντα', στὸν Πόθον ἐταιριάζαν
.Ἀγαπημένο ἀντρόγυνον ἤτονε πλιὰ παρ' ἄλλο,
καὶ μόνον ἕνα λογισμὸν εἶχαν πολλὰ μεγάλο· 40 
γιατ' ἤσαν χρόνους ἀνταμῶς, καὶ τέκνα δὲν ἐκάμα'
,σ' ἔγνοια μεγάλη καὶ βαρᾶ τσ' ἤβανε τέτοιο πράμα.
Καὶ μόνον εἰς τὰ σωθικὰ ἐβράζα' νύκτα-μέρα,
μὴν ἔχοντας κληρονομιά, σιμώνοντας τὰ γέρα.
Τὸν Ἥλιον καὶ τὸν Οὐρανὸ συχνιὰ παρακαλοῦσι, 45 
γιὰ νὰ τῶς δώσουν, καὶ νὰ δοῦν παιδὶ ποὺ πεθυμοῦσι.
Περνοῦν οἱ χρόνοι κ' οἱ καιροί, κ'  Ρήγισσα ἐγαστρώθη
,κι ὁ Ρήγας ἀπ' τὸ λογισμὸν καὶ βάρος ἐλυτρώθη.
Ἀγάλια-ἀγάλια ἐσίμωσεν, κ' ἦρθεν ἐκείνη ἡ ὥρα, 
νὰ γεννηθεῖ κληρονομιά, γιὰ νὰ χαρεῖ κ'  Χώρα. 50
Μιὰ θυγατέραν ἤκαμεν, πού 'φεξεν τὸ Παλάτι,
αὐτὴ τὴν ὥρα ποὺ ἡ μαμμὴ στὰ χέρια τση τὴν κράτει.
Θεράπιο κι ἀναγαλλιάση, χαρὰ πολλὰ μεγάλη
ὁ Ρήγας μὲ τὴ Ρήγισσαν ἐπήρασιν, κ' οἱ ἄλλοι.
τῆς Χώρας σπίτια καὶ στενὰ σοῦ φαίνετ[ο] ἐγελοῦσαν, 55
κ' οἱ γειτονιὲς ἐχαίρουνταν κ' οἱ τόποι ἀναγαλλιοῦσαν
.Ἤρχισε καὶ μεγάλωνε τὸ δροσερὸ κλωνάρι
καὶ πλήθαινε στὴν ὀμορφιά, στὴ γνώση, καὶ στὴ χάρη.
Ἐγίνηκεν τόσο γλυκειά, ποὺ πάντοθ' ἐγροικήθη
πὼς γιὰ νὰ τό 'χου' θάμασμα στὸν Κόσμον ἐγεννήθη.
Καὶ τ' ὄνομα τση τὸ γλυκὺ τὸ λέγαν Ἀρετοῦσα, 61
οἱ ὀμορφιὲς τση ἤ[σα]ν πολλές, τὰ κάλλη τση ἤσαν πλοῦσα.
Χαριτωμένο θηλυκὸ τῶς τό 'καμεν ἡ Φύση
καὶ σὰν αὐτὴ δὲν ἤτονε σ' Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
Ὅλες τσὶ χάρες κι ἀρετὲς ἤτονε στολισμένη, 65
εὐγενική καὶ τακτική, πολλὰ χαριτωμένη.
Κ' ἦτον καὶ Βασιλιοῦ παιδί, καὶ Ρήγα θυγατέρα,
πόθο μεγάλον ἤβανε στὸ γράμμα νύκτα-ἡμέρα.

Ἐκαμαρώνασίν την-ε ὁ Κύρης μὲ τὴ Μάνα
κ' ἐπάψασιν οἱ λογισμοί, κ' οἱ πόνοι τως ἐγιάνα'. 70
Εἶχεν Βασιλιὸς πολλοὺς μὲ φρόνεψη καὶ πλούτη,
συμβουλατόροι τοῦ ἤτανε οἱ μπιστεμένοι τοῦτοι.
Μ' ἀπ' ὅλους εἶχεν ἀκριβὸ πάντα στὴ συντροφιά του
ἕναν ὁποὺ Πεζόστρατον ἐκράζαν τ' ὄνομά του·
τοῦ Παλατιοῦ ἦτο θαρρετός, ξεχωριστὸς παρ' ἄλλο, 75
καὶ δίχωστάς του ὁ Βασιλιὸς δὲν ἤκανε ἕνα ζάλο.
Εἶχε κι αὐτὸς ἕναν ὑγιὸ πολλὰ κανακιασμένο,
φρόνιμον κι ἀξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.
 Ἤτονε δεκοκτῶ χρονῶν, μά 'χε γερόντου γνώση,
οἱ λόγοι τοῦ ἤσανε θροφή, κ'  ἑρμηνειὰ τοῦ βρώση. 80
Καὶ τὄνομά του τὸ γλυκὺ Ρωτόκριτον ἐλέγα',
 ἤτονε τσἀρετῆς πηγὴ καὶ τσἀρχοντιᾶς φλέγα·
κι ὅλες τσὶ χάρες πΟὐρανοὶ καὶ τἌστρη ἐγεννῆσαν,
μὅλες τὸν ἐμοιράνασιμὅλες τὸν ἐστολίσαν.
Πάντα μὲ καταστάμενους ἤπρασσε, καὶ ξετρέχει 85
 νὰ μάθει ἐκεῖνα πού 'δασι, κ' ἐκεῖνος δὲν κατέχει.
Θέλει σ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸ τὸ πρικοριζικό του,
καὶ πράμα ποὺ δὲν ἤμοιαζε βάνει στὸ λογισμό του.
Κάθε ταχὺν ἐπήγαινεν ὁ-γιὰ τὴν Ἀρετοῦσα,
μέσα  καρδιὰ τοῦ ἐλάμπανε, τὰ σωθικὰ ἐκεντοῦσα'. 90
Ἀγάλια-ἀγάλια σἜρωτα καὶ Πόθον ἐκινᾶτο,
πειράζει τὸν ὁ λογισμός, δὲν τρώγει, οὐδ' ἐκοιμᾶτο.
Ἡ γνώση του δὲν τοῦ βουηθᾶ, ἡ ὄρεξη τὸν ἑνίκα
,πλιό δὲ γνωρίζει τὸ καλό, μηδὲ πρεπὸν ἐγροίκα.
Τὴν Ἀρετοῦσα στὸ κουρφὸ γι' Ἀγάπην τὴν ἐθώρει, 95
μὰ τέτοια πράματα ἄπρεπα δὲν εἶχε αὐτείνη ἡ Κόρη.
Λίγη ἀφορμή 'το στὴν ἀρχήν, καί, τὸ πολὺ νὰ κάμει,
ἀρχίνισεν [ἁπλοκαμούς], σὰ οἱ ρίζες στὸ καλάμι.
Μὲ πόνους κι ἀναστεναμοὺς ἐπέρνα-ν ὁ καιρός του,
κ' ἐμπῆκε μέσα στὴ φωτιάν, κ' ἐκέντα μοναχός του. 100
Ἐπάσκισε ὅσο ἐμπόρεσεν τὴν παίδα ν' ἀλαφρώσει,
κι ἀντρεύγετο, καὶ λογίαζε νὰ τοῦ βουηθήσει ἡ γνώση.
Καὶ κάθε αὐγὴ καὶ κάθε ἀργά, στ' ἄλογο καβαλάρης,
καὶ μὲ γεράκια καὶ σκυλιά, σὰ νά 'τον κυνηγάρης,
 ἤβανε χίλιους λογισμοὺς νὰ φύγει ἀπ' τὸ Παλάτι, 105
μὰ 'σφάλε, δὲν τὸν ἤσωνεν καημὸς ποὺ τὸν ἐκράτει.
Οὐδὲ γεράκια, οὐδὲ σκυλιά, οὐδ' ἄλογα ἐμποροῦσαν
τὸν Πόθο ν' ἀλαφρώσουσι πού 'χε στὴν Ἀρετοῦσαν,
μὰ πάντα ὁ νοῦς κ' ἡ θύμησις ἤτονε μετὰ κείνη
.Λίγο νερὸ ποτὲ φωτιὰ μεγάλη δὲν ἐσβήνει· 110
ἀμὴ ἀνάφτει καὶ κεντᾶ, καὶ βράζει, καὶ πληθαίνει,
σὰν κάμει τὴν ἀναλαμπὴ οὐδὲ νερὸ τὴ σβένει-
ἔτσι κι αὐτός, ὅ,τι ἔκαμε τὴν παίδα ν' ἀλαφρύνει,
καὶ νά 'βρει ἀέρα καὶ δροσά, πλιὰ ἀνάφτει τὸ καμίνι.
Ὁπού 'χε δεῖ ὄμορφο δεντρό, μὲ τ' ἄνθη στολισμένο, 115
εἶν' τσ' Ἀρετοῦσας τὸ κορμί, τ' ὀμορφοκαμωμένο·
ὁπού 'χε δεῖ τὰ λούλουδα τὰ κοκκινοβαμμένα,
 ἤλεγε· "Ἔτσι τὰ χείλη τσηκαὶ τσῆ Κερᾶς μου ἐμένα"
·ὅντεν ἐγροίκα τοῦ ἀηδονιοῦπὼς κιλαδώντας κλαίγει,
τοῦ ἐφαίνετο πὼς τὸν πονεῖ καὶ μοιρολόγι λέγει. 120
Τἄλογο δὲν τὸν ὠφελάγεράκι δὲν τοῦ ἀρέσει,
 γιατ' εἶχε ἡ δόλια του καρδιὰ τὴ σαϊτιὰ στὴ μέση.
Ἀφήνει τὸ λαγωνικό, γιατὶ τὸν-ε παιδεύγει,
τσ' αὐγῆς τὴν περιδιάβαση πλιὸ δὲν τὴν-ε γυρεύγει·
τ' ἄλογον ἀπαρνήθηκε, καὶ τὰ γεράκια ἀφήνει, 125
 γιατὶ δὲν τοῦ γιατρεύγουσι τσἈγάπης τὴν ὀδύνη
Καὶ μόνος κι ὁλομόναχος ἐβάλθη νὰ περάσει,
καὶ νὰ μὴ δεῖ ξεφάντωσιν, ὥστε ποὺ νὰ γεράσει.
Εἶχε ἕνα Φίλον μπιστικόν, καὶ φρόνιμον περίσσα,
κι ὁμάδι ἀναθραφήκασιν, ἀπόσταν τσ' ἐγεννῆσα'. 130
Καὶ τ' ὄνομα τοῦ Φίλου του Πολύδωρον ἐλέγαν
,σὲ μιὰ πνοὴν ἐζούσανε, σὲ μιὰν ἀγάπη ἐπλέγαν
.Καὶ μὴν μπορώντας τὴν κρουφὴν Ἀγάπη πλιὸ νὰ χώνει,
μιά ταχινή, τοῦ Φίλου του τὴν-ε ξεφανερώνει.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Λέγει· "Ἀδερφέ μου, δὲν μπορῶ 
στὸν Κόσμον πλιὸ νὰ ζήσω, 135 
γιατ' ἤβαλα ἕνα λογισμόν, καὶ στέκω ν' ἀφορμίσω
Σ' τόπον ψηλὸν ἀγάπησα, μακρὰ πολλὰ ξαμώνω,
τὸ χέρι κοπιάζει εὔκαιρα νὰ πιάσει τὸ δὲ σώνω

στὴ Θυγατέρα τοῦ Ρηγός, τοῦ Ἀφέντη μας τὴν Κόρη,
ὁποὺ ἄνεμος δὲν τση'διδε, οὐδ' ἥλιος τὴν ἐθώρει, 140
κι ὁποὺ μᾶς παίρνει τὴ ζωήν, ὄντε μας πιάσει μάχη,
ὁ λογισμὸς ὁπού 'βαλα, δίχως θεμέλιο νά 'χει.
Γνωρίζω πὼς οἱ δύναμες τὸ θέλω δὲν μποροῦσι,
κι ὅ,τι κι ἂν κτίσω ὀλημερνίς, κάθε βραδὺ χαλοῦσι.
Μὰ τυφλωμένος βρίσκομαι, τὸ κάνω δὲν κατέχω, 145
κ' ἤχασα τὸ λογαριασμόν, καὶ πλιό μου νοῦ δὲν ἔχω.
Δός μου βουλὴ παρηγοριᾶ[ς], σὰ Φίλος βούηθησέ μου,
καὶ τοῦτα ποὺ μὲ βρήκασι δὲν τά 'λπιζα ποτέ μου."




                                               …………………………………………

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
"Ἀδέρφι μου, γνωρίζω το, θωρῶ τὸν κόπο χάνω,
καὶ τὸ ζυγώνω ἔτσι μακρά, ποτέ μου δὲν τὸ φτάνω. 240
Κατέχω, κι ἂ' μαθητευτεῖ ἐκεῖνο ὁποὺ ξετρέχω,
ἐσίμωσε τὸ τέλος μου, καὶ πλιὸ ζωὴ δὲν ἔχω.
Μὰ ἐπιάστηκα, ἐμπερδεύτηκα, ξεμπερδεμὸ δὲν ἔχω,
μ' ὅλο ποὺ βλέπω τὸ κακό, τὸ βλάψιμο κατέχω.
Λογιάζω το, γνωρίζω το, πὼς πρέπει νὰ τ' ἀφήσω, 245
καὶ μὲ νερὸ τὰ κάρβουνα γλήγορα νὰ τὰ σβήσω,
μὴν κάμουσιν ἀναλαμπήν, ὁποὺ τὴ λάμψη δίδει,
καὶ φανερώσει τὸ κρουφόν, ὁπού 'ναι στὸ σκοτίδι·
κι ὅ,τι κι ἂ' χώνω στὰ βαθιά, τόσες φορὲς καὶ τόσες,
ἔμπει σὲ χίλια στόματα, ἔμπει σὲ χίλιες γλῶσσες. 250
Μὰ ἴντα μου ξάζει νὰ γροικῶ καὶ τὰ πρεπὰ νὰ γνώθω,
ἐδά ποὺ σκλάβος βρίσκομαι καὶ δοῦλος εἰς τὸν Πόθο;
Ἴντα μοῦ ξάζει νὰ γροικῶ; τί μὲ φελᾶ νὰ ξεύρω;
Ἀπό τὸ δρόμον ἤσφαλα, δὲ βλέπω νὰ τὸν εὔρω.
Πλιὸ μπόρεση  λογαριασμὸς δὲν ἔχει νὰ βουηθήσει,
255
ἐκεῖ ὅπου ὁρίζει ἡ Πεθυμιὰ καὶ τσ' Ἐρωτιᾶς ἡ κρίση.
Οἱ λογισμοὶ εἶναι σαϊτιές, καρδιά μου εἶν’ τὸ σημάδι,
καὶ μάχουνται, καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ τὰ συβάσει ὁμάδι;
 Ὁ Πόθος, ὄντε βουληθεῖ καὶ θέλει νὰ νικήσει, 
γνώση δὲν εἶ' οὐδὲ δύναμη νὰ τὸν-ε πολεμήσει. 260
Πολλὰ μεγάλην Ἀφεντιάν, πολλὰ μεγάλη χάρη
ἔχει τ' ὁλόγδυμνο παιδὶ ποὺ παίζει τὸ δοξάρι·
βαστᾶ κουρφὰ ψιλὴ μαγνιά, τὰ μάτια μας κουκλώνει,
καὶ τὸ κακό, ποὺ μελετᾶ, δέ μας τὸ φανερώνει·
τὴν ἴσα στράτα δὲν πατεῖμὰ τὴ στραβὴ γυρεύγει, 265
φαρμακεμένες μαγεριὲς πάντα μας μαγερεύγει.
Ἄλλοι, ἄξοι, φρονιμότατοι, πού 'χαν Καιροῦ θεμέλιο,
τοῦ Ἔρωτα ἐγενήκασι παιγνίδι του καὶ γέλιο.
Εὔκολα καὶ τὰ κάρβουνα κ' σπίθα ἀναλαμπάνει 
τἄχερατὰ λινόξυλαπούρι καὶ νὰ τὰ φτάνει. 270
"Ἐβάλθηκα τὸ ἀπὸ καιρό, καὶ θέλησα ν' ἀρχίσω
 νὰ λιγοπηαίνω στοῦ Ρηγός, γιὰ νὰ τσῆ λησμονήσω
νά 'βρω βοτάνι δροσερό, καὶ τὴν πληγὴ νὰ γιάνω,
καὶ πλιὸ τὰ ξύλα στὴ φωτιὰ νὰ μὴν τὰ βάνω ἀπάνω·
καὶ σἄλλα πράματα ἤνιωσα τὸ νοῦ μου νὰ μπερδέσω, 275
καὶ τὸ κρατῶ ἀνημπόρετο, νὰ δῶ νὰ τὸ μπορέσω.
Κι ὡς τὸ λογιάσω, μοῦ' ρχεται μεγάλη λιγωμάρα,
τὰ μέλη ἀποκρυγαίνουσι, καὶ μοῦ' ρχεται τρομάρα
  θαμπώνουνται τὰ μάτια μου κ' ὄψη ἀπονεκρώνει,
ἴδρο τοῦ ψυχομαχημοῦ τὸ πρόσωπό μου δρώνει· 280
κι ὀπίσω ' θέλω νὰ συρθῶ, Πεθυμιὰ μ' ἀμπώθει 
σ' ἐκεῖνο ποὺ λογαριασμὸς κ' γνώση πλιὸ δὲ γνώθει.
Λόγιασε σ' ἴντα βρίσκομαι, καὶ ξαναδέ το πάλι·
πέ' μου, πῶς θὲς νὰ βουηθηθῶ σ' ἔτοια δουλειὰ μεγάλη;
"Ἀρχὴ ἤτονε πολλὰ μικρὴ κι ἄφαντη δίχως ἄλλο, 285
μὰ τὸ μικρὸ μὲ τὸν Καιρὸν ἐγίνηκε μεγάλο.
Ἐλόγιασα νὰ τὴ θωρῶ, κι ὡς τὴ θωριὰ νὰ σώσω,
καὶ μετὰ κείνη νὰ περνῶ, καὶ νὰ μηδὲν ξαπλώσω
Κι ἀγάλια-ἀγάλια Πεθυμιὰ μ' ἤβανεν εἰς τὰ βάθη,
κἤκαμε ρίζες καὶ κλαδιάκλώνους καὶ φύλλα κι 'θη. 290
Καὶ πλήθυνε τὴν Πεθυμιὰν τὸ κουζουλό μου ἀμμάτι,
κ' ἤρχιζεν κἐστρατάριζεν, κἐσιγανοπορπάτει.
Τὸ σιγανό, μὲ τὸν Καιρόν, προθυμερὸν ἐγίνη,
κ' ἤβανε Ἔρωτας κρουφὰ τὰ ξύλα στὸ καμίνι.
Κι ὡσὰν ἀπὸ μικρὸν ἀβγὸ πουλὶ μικρὸν ἐβγαίνει, 295
τρεμουλιασμένο κι ἄφαντο, καὶ μὲ Καιρὸν πληθαίνει,
κάνει κορμί, κάνει φτερά, κάθ' ὥρα μεγαλώνει,
καὶ πορπατεῖ, χαμοπετά, φτερούγια τοῦ ξαπλώνει,
κι ἀπ' ἄφαντο κι ἀπὸ μικρό, πού 'τον ὄντεν ἐφάνη,
κορμίφτεράκαὶ δύναμηκαὶ μεγαλότη κάνει- 300
τὸ ἴδιο ἐγίνη κεἰς ἐμέ, στὴν ἄπραγή μου νιότη.
Ἀρχή μικρὴ κι ἀψήφιστη ἦτον ἀπὸ τὴν πρώτη,
μὰ ἐδὰ 'χει τόση δύναμη κ' ἔτσι μεγάλη ἐγίνη,
ὁποὺ μοῦ πῆρεν τὴν ἐξά, καὶ δίχως νοῦ μ' ἀφήνει.
Κ Ἀγάπηποὺ στὰ βάσανα ἀντρεύγει καὶ πληθαίνει, 305
κι ὁποὺ μὲ τσ' ἀναστεναμοὺς θρέφεται καὶ πλαταίνει,
θάμασμα πούρι τὸ κρατοῦν ὅλοι, μικροί-μεγάλοι,
πῶς στὴν ἀρχὴν τση ἀνήμπορη γεννᾶται στὴν ἀθάλη·
σπίθα μικρὴ κι ἀψήφιστη, δὲ λάμπει, μηδὲ βράζει,
καὶ πῶς νὰ κάμει ἀναλαμπὴν κιανεὶς δὲν τὸ λογιάζει. 310
Καὶ ἀγάλια-ἀγάλια θρέφεται, σὰν τὸ καμίνι ἀνάφτει,
κεντά καὶ καίγει δυνατά, καὶ τὸ κορμί μας βλάφτει.
"Πρωτύτερα, ὄντε τ' ἄκουγα νὰ μοῦ τὰ λέσιν ἄλλοι,
σ' ἔτοιες δουλειὲς λογισμὸς ἤλπιζα νὰ μὴ σφάλει.
Μὰ ξάφνου  κακορίζικος ἐπιάστηκα στὸ βρόχι, 315
ποὺ στ' ὄμορφό τση πρόσωπο πάντα στεμένο τὸ 'χει.
Ἐμὲ κιανεὶς δὲ μοῦ' φταιξε, μηδὲ παραπονοῦμαι 
τινός ἀλλοῦ, στὰ βάσανα καὶ σ' τσὶ καημοὺς ὁπού 'μαι
Μιὰ κάποια λίγη Πεθυμιὰ ἐσήκωσεν τὸ νοῦ μου,
καὶ δυὸ φτεροῦγες ἤκαμε μέσα του λογισμοῦ μου. 320
Τoῦτες τὴν Πεθυμιὰν πετοῦ', στὸν Οὐρανὸν τὴν πᾶσι,
κι ὅσο σιμώνου' τσῆ φωτιᾶς, τσὶ καίγει ἐκεῖν'  βράση.
Καὶ πάραυτας γκρεμνίζομαι, ὠσὰ φτερὰ δὲν ἔχω
γιατ' ἤφηκα τὰ χαμηλά, καὶ τὰ ψηλὰ ξετρέχω.
Καὶ πάλι ἐκείνη  Πεθυμιὰ δὲ θέλει νὰ μοῦ λείψει, 325
πάραυτας κάνω ἄλλα φτερά, πάλι πετῶ στὰ ὕψη·
καὶ πάλι βρίσκω τὴ φωτιάν, πάλι ξανακεντᾶ με,
κι ἀπ' τὰ ψηλὰ ποὺ βρίσκομαι, μὲ ξαναρίχτει χάμαι.
Κι ὅσες φορὲς εἰς τὰ ψηλὰ σώσω, φωτιὲς εὑρίσκω,
καὶ καίγουνται οἱ φτεροῦγες μου, καὶ πέφτω καὶ βαρίσκω.
Καὶ τούτη  Πεθυμιὰ  λωλὴ πετώντας μὲ πειράζει, 331
καὶ πάγει τσὶ φτεροῦγες [μου] εἰς τὴ φωτιὰ ὄντε βράζει.
Κι ὥστε ὁποὺ νά 'μαι ζωντανός, παίδαν ἔχω μεγάλη.
Μαγάρι νὰ μ' ὁλόκαψε, νὰ μ' ἔκαμεν ἀθάλη!"

………………
ΠΟΙΗΤΗΣ

Κι ἀρχίνισεν ἀπολιγοὺ νὰ πράσσει στὸ Παλάτι,
τὴν [ἁ]ρμηνειὰν τοῦ Φίλου του καὶ τὴ βουλὴν τοῦ ἐκράτει.
Μά 'σφαλεν εἰς τὰ λογίαζε καὶ στά 'τασσε νὰ κάμει
,καὶ τὸ κορμὶ του ἐσούρωνε, κ' ἤτρεμε ὡσὰν καλάμι.
Κι ὄντεν  νύκτα  δροσερὴ κάθ' ἄνθρωπο ἀναπεύγει, 375
καὶ κάθε ζὸ νὰ κοιμηθεῖ τόπο νὰ βρεῖ γυρεύγει,
 ἤπαιρνεν τὸ λαγοῦτο του, κ' ἐσιγανοπορπάτει,
κ' ἐκτύπα-ν τὸ γλυκιά-γλυκιὰ ἀνάδια στὸ Παλάτι.
 Ἦτον ἡ χέρα ζάχαρη, φωνὴ εἶχε σὰν τ' ἀηδόνι·
κάθε καρδιά, νὰ τοῦ γροικᾶ, κλαίγει κι ἀναδακρυώνει. 380
Ἤλεγεν κι ἀνεθίβανεν τῆς Ἐρωτιᾶς τὰ Πάθη,
καὶ πὼς σ' Ἀγάπη ἐμπέρδεσεν, κ' ἐψύγη κ' ἐμαράθη.
Κάθε καρδιὰ ἀνελάμπανεν, ἂν ἦτο σὰν τὸ χιόνι,
σ' ἔτοια γλυκότατη φωνὴ κοντὰ νὰ τσῆ σιμώνει·
ἐμέρωνε ὅλα τἄγριατὰ δυνατὰ ἁπαλαῖναν, 385
στὸ νοῦν τἀνθρώπου ,τι ἤλεγεμὲ λύπηση ἐπομέναν·
ἐμίλειε παραπόνεσες ποὺ τσὶ καρδιὲς ἐσφάζα',
τὸ μάρμαρον ἐσπούσανε, τὸ κρούσταλλον ἐβράζα'.
Ἤμνογε καὶ τοῦ Φίλου του, -γιὰ νὰ τοῦ πιστεύγει,πως μεταὐτὰ θένὰ περνᾶκι ἄλλο νὰ μὴ γυρεύγει. 390

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Λέγει του· "Φίλε, ἐβάλθηκα τραγούδι καὶ λαγοῦτο γλήγορα νὰ μὲ γιάνουσι στὸ λογισμὸν ἐτοῦτο.Σὰν τραγουδήσω καὶ σὰν πῶ τὸν πόνο ποὺ μὲ κρίνει,μοῦ φαίνεται πὼς εἶννερό, καὶ τὴ φωτιά μου σβήνει."
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ἐλόγιασε  Πολύδωρος πὼς στοῦτο νἀληθέψει, 395  καὶ νὰ περνᾶ μὲ τσὶ σκοπούς, κι ἄλλο νὰ μὴ γυρέψει·καὶ πάλι τρόπο ἀκαρτέρει, ὡς γιὰ νὰ τὸν διατάσσει  ν' ἀπαρνηθεῖ καὶ τσὶ σκοπούς, κι ἄλλη δουλειὰ νὰ πιάσει.Εἰς τούτην τὴν καλὴν καρδιὰ δὲν τὸν-ε δυσκολεύγει· σὰ φρόνιμοςστὸ διάταμα πάντα Καιρὸ γυρεύγει. 400Κ' ἤτονε μετὰ λόγου του, δὲ θέ' νὰ τὸν ἀφήσει  νὰ πηαίνει μοναχὸς ἐκεῖ, ὥστε νὰ λησμονήσει  ἐκεῖνα ποὺ τὸν τυραννοῦν, κι ὀπό 'χουἀκόμη ρίζα,ὥστε νὰ τοῦ βρωμέσουσιν ,τι κι ἂν τοῦ μυρίζα'. Καὶ τὴν αὐγήπριἄλλος τσὶ δεῖστὸ σπίτι-ν ἐγιαγέρναν. 405 Κι Ρήγας μὲ τὴ Ρήγισσαν πολλὴ χαρὰν ἐπαῖρναννὰ τοῦ γροικοῦ' νὰ τραγουδεῖ, κ' ἔτσι γλυκιὰ νὰ λέγει τοῦ Ἔρωτα τσὶ πονηριές, καὶ πράξες του νὰ ψέγει.
 Μ' ἀπ' ὅλους κι ὅλες πλιὰ γλυκιὰ ἢσα' στὴν Ἀρετοῦσα,
καὶ τὰ τραγούδια ξυπνητὴ συχνιὰ τὴν ἐκρατοῦσα'· 410
κι ὁληνυκτὶς ἀνάπαψη δὲν εἶχε, νὰ λογιάζει
ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ τραγουδεῖ καὶ βαραναστενάζει.
Καὶ μέρα-νύκτα Πεθυμιὰ πληθαίνει νὰ τ' ἀκούγει,
μὴ γνώθοντας, κι  Ἔρωτας, ὄντε γελᾶ, μᾶς κρούγει
Εὑρίσκετοταχιὰ κι ἀργάπάντα στὴ συντροφιά τση, 415κείνη ὁποὺ τὴν ἐβύζασε, Φροσύνη τ' ὄνομά τση.Ἐτούτη χρόνους καὶ καιροὺς ἤτονε στὸ Παλάτι·τὴ Ρηγοπούλα ἐβύζασε, κι ὡς Μάνα τὴν ἐκράτει·στὴ βλέπησή της ἐτουνῆς τὴν εἴχασι δοσμένηγιατἤτονε ἄξαφρόνιμηπερίσσα τιμημένη. 420
Καὶ μὲ τὴ Νένα τση συχνιὰ ἐμίλειε τοῦτα-κεῖνα·
πάντα γιὰ τὸν τραγουδιστὴν ἀθιβολὲς ἐκίνα.
Κι ὁληνυκτὶς ποὺ τραγουδεῖ, τόσα πολλὰ ἤρεσέ τση,
ποὺ ὕπνον εἰς τὰ μάτια τση δὲν ἤβανεν ποτέ τση.
Ἤπαιρνε τὰ τραγούδια του, συχνιᾶ τὰ ξαναλέγει, 425
κ' ἐρχίνισεν ἀπὸ μακρὰ ὁ Πόθος νὰ δοξεύγει·
καὶ δίχως νὰ τὸν-ε θωρεῖ,μὲ τὰ τραγούδια ἐκεῖνα,
σ' Ἀγάπην ἐμπερδεύγετο, κ' εἰς Πεθυμιὰν ἐκίνα.
Κ' ἐξύπνα καὶ τὴ Νένα τση, κ' ἐμίλειε μετὰ κείνη.
(Κρουφά, κλεφτάτα ἐπάτησε τοῦ Ἔρωτα  ὀδύνη.) 430
Ὅποιο τραγούδι τσ' ἤρεσεν, ἤπιανεν κ' ἤγραφέν το,
ἐθώρειεν, ξαναθώρειεν το, ξεστίχου ἐμάθαινέν το.
Τὸ σύνθεμα τοῦ τραγουδιοῦ καὶ τοῦ σκοποῦ ἡ γλυκότη
ἐσκλάβωνε σιργουλιστὰ τσῆ Κορασᾶς τὴ νιότη.
Ταχιὰ-ταχιὰ ἐσηκώνουντον, πρι' νὰ ξυπνήσου' οἱ ἄλλοι, 435
κι ὁ λογισμὸς τση εὑρίσκετο σὲ παιδωμὴ μεγάλη.
Τοῦ ὕπνου τὲς ἀνάπαψες, τὴν ὀρδινιὰ ποὺ κράτει,
ποὺ ὕστερη νὰ σηκωθεῖ ἦτον ἀπ' τὸ κρεβάτι,
 ἤφηκε, δὲν τὲς θέλει πλιό, εἰς ἄλλες ἔγνοιες μπαίνει,
καὶ φαίνεται τση κ'  ἀγρυπνιὰ τὴ θρέφει, τὴν παχαίνει. 440
Νένα δὲν ἐλόγιαζεν πῶς νά 'μπει εἰς Πόθου ὀδύνη,
καὶ τούτην τὴν καλὴν καρδιὰ νὰ παίρνει τὴν ἀφήνει.
Ἔτσι, κι αὐτή, σὰν κοπελιά, ὀρέγ[ε]το ν' ἀκούσει·
δὲν ἔγνωθεν κι Ἔρωτας πὼς θέλει τὴν-ε κρούσει.
Κι δὲν τὴν εὕρει ξυπνητήνὰ τοῦ τὸ πεῖ νὰ πηαίνει, 445
στὸ δεύτερο κατάκρουσμα ἀνοίγει του καὶ μπαίνει.
Μ' ἀγκοῦσες, μἀναστεναμοὺς ἐπέρνα νύκτα-ἡμέρα,
καὶ δὲν ἐθώρειεν πού 'τονε 'νούς Ρήγα θυγατέρα
νὰ μὴν ἀφήσει λογισμὸς ἐκεῖνος νὰ ριζώσει
νὰ τὸν-ε διώξεινὰ διαβεῖνὰ μὴν τὴν-ε προδώσει. 450
Ἅμ' ἤφηκεν κ' ἐπλήθυνεν  λαύρα στὸ καμίνι,
κι ἀπὸ μιὰ σπίθα ὁλόμικρη, φωτιὰ μεγάλη ἐγίνη.
Ρήγας, μιὰ ἀπὸ τσὶ πολλές, ἠθέλησε νὰ μάθει ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ τραγουδεῖ τῆς Ἐρωτιᾶς τὰ Πάθηἔτσι γλυκιὰ καὶ νόστιμαποὺ ταίρι ἄλλο δὲν ἔχει, 455κ' ἐβάλθηκε νὰ τὸν-ε δεῖ καὶ νὰ τὸν-ε κατέχει.Καὶ μιὰν ἡμέρα κάλεσμα ἤκαμε στὸ Παλάτι,ξεφάντωση ἀπὸ τὸ ταχὺ ὡς τὸ βραδύ-ν ἐκράτει.Κ' ἐλόγιασε, μὲ τοὺς πολλοὺς πού 'τανε καλεσμένοι,πὼς νά 'ρθει κι  τραγουδιστὴς ἐκεῖνοςποὺ ἀνιμένει, 460ὁποὺ τὴ νύκτα ἔτσι γλυκιὰ τὰ βάσανά του λέγει,ὁποὺ τὸν ἄνθρωπον κινᾶ, μὲ τὸ σκοπό, νὰ κλαίγει.Ἂμ' ἤσφαλεν λογισμὸς ἐτότεςκ' ἐκομπώθη,κι οὐδένα, σ' κεῖνα π' ἄρχισεν, ὄφελος δὲν ἐδόθη.Γιατὶ ποτὲ  Ρωτόκριτος δὲ θένὰ τραγουδήσει 465στὰ φανερά, νὰ τὸν-ε δοῦν, κιανεὶς νὰ τὸν γροικήσει,καὶ δυσκολέψει Μοίρα του μὲ τοὺς σκοποὺς ὁμάδι,καὶ χάσει τὴν παρηγοριὰν ὁπού 'χεν πάσα βράδυ.
 Κ' ἐπῆγε μὲ τὸ Φίλον του, παράμερα καθίζει,δὲν εἶχε φῶς νὰ στρέφεται, μηδὲ ν' ἀναντρανίζει. 470Τὰ μάτια του κιαμιὰ φορά στανιὸ τοῦ ἐσυντηροῦσα'στὸν τόπον ὂπ' εὑρίσκουντον κ' ἦτον ἡ Ἀρετοῦσα.Καὶ ὅσο τσῆ φεύγει τσῆ φωτιᾶς, πλιὰ τόσο τσῆ σιμώνει,κι ὧρες ζεστὸς ἑπόμενε, κι ὧρες ὡσὰν τὸ χιόνι.Ἀρχίνισε ἡ ξεφάντωση, ἦρθαν οἱ καλεσμένοι. 475Κ' ἡ Ἀρετοῦσα μὲ χαρὰ στέκεται, κι ἀνιμένει  ν' ἀκούσει τοῦ τραγουδιστὴ τσῆ νύκτας, νὰ γνωρίσει ποιὸς εἶναι ποὺ τὴν τυραννᾶ κι ὁποὺ τσῆ δίδει κρίση.Ἀρχίσασι νὰ τραγουδοῦν, κι ὁ Ρήγας τοὺς ἐγροίκα·μέσα τοῦ λέγει· "Ὠσὰ θωρῶ, ὀπίσω τὸν ἀφῆκα 480Τσῆ νύκτας τὸν τραγουδιστή, πού 'θελα νὰ κατέχω·'κεῖ πού 'θελα νὰ ξεγνοιαστῶ, ἔτσι πλιὰν ἔγνοιαν ἔχω."Ἐθώρειε τους, ἐγροίκα τοὺς ἐκεῖ ποὺ τραγουδοῦσαν·ἀπό τσῆ νύκτας τὸ σκοπὸ μακρὰ πολλὰ ἐκρατοῦσαν.Ἡ Ἀρετοῦσα ἐκάθουντο' στὸ πλάγι τοῦ Κυροῦ τση, 485κι ὅσον ἐγροίκα, τόσον πλιὰ ἤβανε μὲς στὸ νοῦ τσητῆς νύκτας τὸν τραγουδιστή, γιατὶ κιανεὶς δὲ σώνει ὡσὰν ἐκεῖνο[ν] νὰ τὸ πεῖ, οὐδὲ νὰ τοῦ σιμώνει.Μεγάλη καλοθέληση στὸ λογισμὸ ἐκινᾶτον,κ' ἐκείνου τοῦ τραγουδιστὴ τσῆ νύκτας ἐθυμᾶτον. 
…………………………………………..