ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΕΚΛΟΓΗ Γ.Α. ΜΕΓΑ -- " Ο ΤΣΙΡΤΣΩΝΗΣ"
ιὰ φορὰ κ’ ἕναν καιρὸ ἤτανε δώδεκα ἀδέρφια καὶ τὸ μικρότερο το λέγανε Τσιρτσώνη· καὶ βγήκανε στὴν ἀγορὰ νὰ βροῦνε δουλειὰ μιὰ μέρα. Καὶ κεῖ που στεκόντανε στὴν ἀγορά, πάει κοντά τους ἕνας ἄνθρωπος καὶ τοὺς λέει :
-Δὲν ἔρχεστε νὰ μοῦ θερίσετε ἕνα χωράφι μὲ τὸ μεροκάματο ;
-Ἐρχόμαστε, ἀποκριθήκανε τὰ παλληκάρια.
Τὰ πῆρε λοιπὸν κεῖνος ὁ ἄνθρωπος καὶ πῆγε καὶ τὰ δειξε τὸ χωράφι καὶ ἀρχίσανε νὰ θερίζουνε. Καὶ κεῖνος ὁ ἄνθρωπος ἤτανε δράκος καὶ εἶχε δώδεκα θυγατέρες. Καὶ τὶς ἔφερε καὶ κεῖνες καὶ θερίζανε μαζὶ μὲ τὰ παλληκάρια.
Ὓστερ’ ἀπὸ τὸ μεσημέρι γράφει ἕνα γράμμα καὶ τὸ δίνει στὸν Τσιρτσώνη νὰ τὸ πάη στὴν δράκαινα. Τὸ πῆρε τὸ γράμμα ὁ Τσιρτσώνης καὶ τὸ πήγαινε.
Στὸ δρόμο που πήγαινε, ὑποψιάστηκε κι ἄνοιξε τὸ γράμμα, καὶ τὸ διάβασε κ’ ἔλεγε στὴ γυναίκα του νὰ σφάξη τὸν Τσιρτσώνη, νὰ τὸν παραγεμίση μὲ ρύζι, μὲ σταφίδες καί μὲ φιστίκια καὶ νὰ τὸν βάλη στὸ φοῦρνο νὰ ψηθῆ καὶ νὰ τὸν φέρη στὸ χωράφι τὸ βράδυ νὰ φᾶνε.
Ἅμα τὸ διάβασε ὁ Τσιρτσώνης, τὸ ἔσκισε κ’ ἔγραψε ἕνα ἄλλο κ’ ἔλεγε νὰ σφάξη τὸ καλύτερο το πρόβατο, νὰ τὸ παραγεμίσει, νὰ τὸ φουρνίση καὶ νὰ τὸ πάη στὸ χωράφι. Τὸ βούλλωσε τὸ γράμμα καὶ τὸ πῆγε καὶ τὸ δωσε κ’ ἔφυγε πίσω.
Ἅμα τὸν εἶδε ὁ δράκος, θάμαξε καὶ τὸν ρώτησε :
-Τὸ πῆγες τὸ γράμμα ;
-Τὸ πῆγα, εἶπε ὁ Τσιρτσώνης.
- Τί πρόβατο εἶναι αὐτό; Πρόβατο ἐγώ σοῦ ἔγραφα;
-Ἒμ πρόβατο ἔλεγε τὸ γράμμα,ἀποκρίθηκε η δράκαινα.
– Ἐγώ σοῦ ἔγραφα νὰ σφάξης τὸν Τσιρτσώνη, ὄχι πρόβατο!
– Δὲν ξέρω γῶ,εἶπεν η δράκαινα, πρόβατο ἔλεγε τὸ γράμμα σου, πρόβατο ἔσφαξα.
– Ἃς εἶναι δά, εἶπε ὁ δράκος.
Τὸ βράδυ καθήσανε, φάγανε καλὰ - καλὰ κ’ ὕστερ’ ἀπὸ κομμάτι ὥρα πλαγιάσανε ὅλοι στὸ χωράφι κι ὁ δράκος σκέπασε τὰ παλληκάρια μὲ μαῦρες κάππες καὶ τὰ κορίτσια του μὲ ἄσπρες καὶ εἶχε στὸ νοῦ του νὰ σηκωθῆ τὴ νύχτα νὰ τὰ φάη τὰ παλληκάρια.
Ὁ Τσιρτσώνης ἤτανε πονηρὸς καὶ δὲν ἀποκοιμήθηκε, μόν’ ἀφοῦ ἀποκοιμήθηκαν ὅλοι, σηκώθηκε καὶ παίρνει τὶς ἄσπρες τὶς κάππες ἀπ’ τὶς δρακοποῦλες καὶ τὶς σκεπάζει μὲ τὶς μαῦρες καὶ ξύπνησε καὶ τ’ ἀδέρφια του καὶ σηκώθηκαν καὶ κεῖ πού ἤτανε πλαγιασμένοι ἔρριξε τὶς κάππες νὰ θαρρῆ ὁ δράκος ὅτι εἶναι κεῖ. Κ’ ὕστερα λέει στ’ ἀδέρφια του ὁ Τσιρτσώνης νὰ φύγουν, καὶ νὰ πᾶνε πέρα ἀπὸ τὸν ποταμὸ νὰ πλαγιάσουν νὰ κοιμηθοῦν καὶ κεῖνος θὰ κρυφτῆ ἐκεί κοντά, νὰ δή τί θὰ κάνει ὁ δράκος.
Ὓστερ’ ἀπὸ λίγη ὥρα, ξύπνησε ὁ δράκος καὶ σηκώθηκε κ’ ἔφαγε τὶς θυγατέρες του, γιατί ἤτανε σκεπασμένες μὲ τὶς μαῦρες τὶς κάππες καὶ θαρροῦσε πώς ἦταν τὰ παλληκάρια.
Στὰ ὑστερνὰ εἶπε :
-Τί γλυκὸ κρέας εἶχεν ὁ Τσιρτσώνης !
Ἀποκρίνεται κι ὁ Τσιρτσώνης ἀπὸ κεῖ πού ἤτανε κρυμμένος :
-Τί καλὸ κρέας εἴχανε οἱ θυγατέρες σου!
Τότε τὸ νοιωσε τὸ λάθος του ὁ δράκος καὶ εἶπε :
-Βρὲ Τσιρτσώνη, τί ναι αὐτὸ που μού καμες ;
-Τί ἔπαθες ἀκόμα ! εἶπε ὁ Τσιρτσώνης. Πίσω εἶναι τὰ θεριστικά!
Τότε τὸν κυνήγησε ὁ δράκος νὰ τὸν φάη. Ὁ Τσιρτσώνης τοῦ εἶπε ὅμως :
-Θὰ μὲ φᾶς, ἀλλὰ θὰ τρυπήσω τὴν κοιλιά σου νὰ βγῶ ὄξω.
Φοβήθηκε ὁ δράκος νὰ μὴ τρυπήση ὁ Τσιρτσώνης τὴν κοιλιά του καὶ νὰ βγῆ, δὲν τὸν κυνήγησε γιὰ νὰ τὸν φτάση νὰ τὸν φάη καὶ πῆγε, ηὖρε τ’ ἀδέρφια του πέρ’ ἀπὸ τὸν ποταμό, καὶ τοὺς εἶπε πώς ὁ δράκος θαρροῦσε κ’ ἤτανε κεῖνοι κ’ ἔφαγε τὶς θυγατέρες του.
Ὕστερα ὁ Τσιρτσώνης πῆγε στὸ βασιλιὰ καὶ τοῦ λέει :
-Ἐγώ, ἀφέντη βασιλιά, ἦρθα νὰ μοῦ δώσης τη θυγατέρα σου.
Σοῦ τὴ δίνω, σὰν πᾶς καὶ μοῦ φέρης τὸ κιλίμι πού κοιμᾶται πάνω ὁ δράκος.
Σηκώνεται ὁ Τσιρτσώνης, πάει στὸ παλάτι τοῦ δράκου καὶ κεῖ που κοιμώτανε ἀπ’ ἀγάλια – ἀγάλια τὸ τραβᾶ τὸ κιλίμι καὶ ἴσια – ἴσια πού τὸ πῆρε ἀποκάτω του ξύπνησε ὁ δράκος καὶ σηκώθηκε καὶ τὸν κυνηγοῦσε τὸν Τσιρτσώνη καὶ κεῖ πού κοντόφτασε νὰ τὸν πιάση, τοῦ εἶπε ὁ Τσιρτσώνης :
-Θά μὲ φᾶς, ἀλλὰ θὰ τρυπήσω τὴν κοιλιά σου νὰ βγῶ.
Μόλις ἄκουσε αὐτὸ πάλι ὁ δράκος, κοντοστάθηκε. Ὁ Τσιρτσώνης πέρασε τὸν ποταμό. Ὁ δράκος δὲν εἶχε ἀξία πέρα ἀπὸ τὸν ποταμὸ νὰ περάση καὶ ἄρχισε νὰ παρακαλῆ τὸν Τσιρτσώνη :
-Βρὲ Τσιρτσώνη, τί εἶναι αὐτὰ που μοῦ κάνεις ;
Μ’ ἔκανες κ’ ἔφαγα τὶς θυγατέρες μου, μοῦ κλεψες τώρα καὶ τὸ κιλίμι μου!
-Τί ἔπαθες ἀκόμα ! τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Τσιρτσώνης.
Πίσω ἀκόμα εἶναι τὰ θεριστικὰ !
Τί νὰ κάνη ὁ καημένος ὁ δράκος πού δὲν εἶχε ἀξία πέρα ἀπὸ τὸν ποταμό, γύρισε καὶ πάει παραπονεμένος στὸ παλάτι του.
Καὶ ὁ Τσιρτσώνης πάει στὸ βασιλικό τό παλάτι καὶ πῆγε τὸ κιλίμι γιὰ νὰ πάρη τὴ βασιλοπούλα. Ὁ βασιλιὰς ὅμως τοῦ εἶπε :
-Νὰ πᾶς νὰ μοῦ φέρεις καὶ τὸ ποτήρι τοῦ δράκου πού φέγγει τὴ νύχτα σὰν ἥλιος καὶ τότε νὰ σοῦ δώσω τὴ θυγατέρα μου.
Σηκώθηκε πάλι ὁ Τσιρτσώνης, πάει στὸ παλάτι τοῦ δράκου καὶ κρύφτηκε μέσα ὅσο πού κοιμήθηκε ὁ δράκος καὶ τὸ παίρνει τὸ ποτήρι καὶ φεύγει.
Ἀφοῦ ξύπνησε ὁ δράκος καὶ εἶδε σκοτεινά, τὸ νοιωσε πώς τοῦ πῆραν τὸ ποτήρι, σηκώθηκε καὶ τρέχει καταπόδι στὸν Τσιρτσώνη, γιὰ νὰ τὸν φάη.
-Θὰ μὲ φᾶς, τοῦ εἶπε κεῖνος, θὰ τρυπήσω ὅμως τὴν κοιλιά σου νὰ βγῶ ὄξω.
Ὁ δράκος φοβήθηκε καὶ στάθηκε, ὁ Τσιρτσώνης πέρασε τὸν ποταμὸ καὶ ὁ δράκος ἀρχίνησε νὰ τὸν παρακαλῆ πάλι :
-Βρὲ Τσιρτσώνη, τί ναι αὐτὰ που μοῦ καταφέρνεις ;
Μ’ ἔκαμες κ’ ἔφαγα τὶς θυγατέρες μου, μοῦ κλεψες τὸ κιλίμι μου, μοῦ πῆρες τώρα καὶ τὸ ποτήρι μου !
-Ἀκόμα δά, ἀκόμα ! Πίσω εἶναι τὰ θεριστικὰ !
Αὐτὰ εἶπε ὁ Τσιρτσώνης κ’ ἔφυγε καὶ πάει στὸ βασιλιὰ καὶ τοῦ πῆγε τὸ ποτήρι καὶ τοῦ γύρεψε τὴ θυγατέρα του.
-Θὰ πᾶς νὰ μοῦ φέρης καὶ τὸ τσαντήρι του πού κοιμᾶται ἀποκάτω, καὶ τότε θὰ σοῦ δώσω τὴ θυγατέρα μου, εἶπε ὁ βασιλιάς.
Καὶ ὁ Τσιρτσώνης ἔφυγε. Καὶ πῆγε κι ἀγόρασε ἑκατὸ ὀκάδες βαμπάκι καὶ τὸ πῆρε καὶ πάει ἐκεῖ κοντὰ στὸν πύργο τοῦ δράκου καὶ σὲ κάθε τρῦπα που βγαίνουν ποντίκια ἔβαλε ἀπὸ πενήντα δράμια βαμπάκι. Κ’ οἱ ποντικίνες τὸ πήρανε καὶ κάνανε φωλιὲς γιὰ νὰ γεννήσουν καὶ ὕστερα βγήκανε καὶ εἴπανε τοῦ Τσιρτσώνη :
-Τὸ καλὸ πού μᾶς ἔκαμες, τί καλὸ θέλεις νὰ σοῦ κάνουμε κ’ ἐμεῖς ;
Καὶ τοὺς εἶπε ὁ Τσιρτσώνης, νὰ πάρουν ἀπὸ κομμάτι βαμπάκι, νὰ πὰ νὰ ταπώσουν τὰ κουδούνια πὄχει τὸ τσαντήρι τοῦ δράκου, γιὰ νὰ τὸ κλέψη. Τότε ὅλες οἱ ποντικίνες πήρανε ἀπὸ κομμάτι βαμπάκι καὶ πήγανε καὶ τὰ ταπώσανε τὰ κουδούνια. Μιὰ κουτσὴ ποντικίνα δὲν μπόρεσε νὰ τὸ ταπώσει καλὰ ἕνα κουδούνι καὶ τὴν ὥρα πού τὸ σήκωνε ὁ Τσιρτσώνης νὰ τὸ πάρη νὰ φύγη, χτύπησε τὸ κουδούνι καὶ λίγο ἔλειψε νὰ ξυπνήση ὁ δράκος.
Τότε τρέξανε ἄλλες ποντικίνες καὶ τὸ ταπώσανε. Καὶ τότε τὸ πῆρε ὁ Τσιρτσώνης κ’ ἔφυγε.
Ἀφοῦ ξύπνησεν ὁ δράκος καὶ δὲν εἶδε τὸ τσαντήρι, ἔτρεξε καταπόδι στὸν Τσιρτσώνη. Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε περάσει τὸν ποταμὸ καὶ ὁ δράκος ἄρχισε νὰ τὸν παρακαλῆ :
-Βρὲ Τσιρτσώνη, παιδί μου, τί σοῦ ἔκανα καὶ μὲ κατάφερες κ’ ἔφαγα τὶς θυγατέρες μου, ἔκλεψες τὸ κιλίμι μου καὶ τὸ ποτήρι μου, τώρα μ’ ἔκλεψες καὶ τὸ τσαντήρι μου ;
-Πίσω εἶναι τὰ θεριστικὰ ! εἶπεν ὁ Τσιρτσώνης, ἀκόμα τί ἔπαθες ! αὐτὰ τίποτα δὲν εἶναι !
Τὸ πῆρε λοιπὸν τὸ τσαντήρι καὶ τὸ πάει τοῦ βασιλιᾶ καὶ γύρεψε τὴ θυγατέρα του κι ὁ βασιλιᾶς τοῦ εἶπε :
-Νὰ μοῦ φέρης καὶ τὸ δράκο τὸν ἴδιο καὶ τότε νὰ σοῦ δώσω τὴ θυγατέρα μου πλιά !
-Ἐγὼ θὰ σοῦ τὸν φέρω τὸν δράκο, ἀλλὰ θὰ σᾶς φάη ὅλους μὲ τὴν ἀράδα.
-Φέρ’ τον ἐσὺ κι ἄς μᾶς φάη, εἶπε ὁ βασιλιᾶς.
-Καλό, εἶπε ὁ Τσιρτσώνης, ὕστερα δὲ μὲ μέλει, καὶ ἔφυγε.
Πάει καὶ βάζει παλιὰ φορέματα, ἄλειψε καὶ κάτι τι τὸ πρόσωπό του καὶ γίνηκε σὰ γέρος καὶ πῆρε ἕνα τσεκούρι καὶ πῆγε κοντὰ στὸν πύργο τοῦ δράκου καὶ διαλέγει ἕνα γερὸ καὶ χοντρὸ δέντρο καὶ ἄρχισε νὰ τὸ κόβη καὶ φώναζε :
-Τὸ κρίμα νὰ χη ὁ Τσιρτσώνης !
Μόλις ἄκουσε ὁ δράκος τὸ τὰκ – τοὺκ καὶ τὸ κρίμα νὰ χη ὁ Τσιρτσώνης, ἔτρεξε καὶ τὸν ἐρώτησε :
-Τί κάνεις αὐτοῦ, γέρο ;
-Ἄχ, τὸ κρίμα νὰ χη ὁ Τσιρτσώνης ! εἶπε ὁ γέρος.
Σήμερα πέθανε καὶ δὲν ηὕρανε ποιὸς νὰ κάνη τὸ κιβούρι του καὶ στείλανε μένα τὸ γέρο. Ποῦ μπορῶ ἐγὼ νὰ τὸ κόψω τὸ δέντρο καὶ νὰ τὸ κάνω. Θέλει νὰ ναι ἕνα μοναχὸ δέντρο νὰ τὸ σκάψω καὶ ἕνα χοντρὸ σανίδι ἀποπάνω γιὰ καπάκι καὶ νὰ τὸ καρφώσω μὲ μεγάλα καρφιά, γιὰ νὰ μὴν τύχη καὶ ἀναστηθῆ καὶ βγῆ πάλι, γιατί μᾶς ἀφάνισε τὴ χώρα μας. Τέτοιος κακὸς ἄνθρωπος ἤτανε. Ἴσα μὲ ἕνα δράκο δυνατὸς εἶναι. Τὸν εἶχε φάει μιὰ φορὰ ἕνας δράκος καὶ τρύπησε τὴν κοιλιά του καὶ βγῆκε καὶ πέθανε ὁ δράκος, πού ποτὲ δὲν πεθαίνει ὁ δράκος.
-Ἔννοια σου, γέρο, εἶπε ὁ δράκος· ἐγὼ νὰ τὸ κάνω τὸ κιβούρι τοῦ Τσιρτσώνη, γιατί καὶ μένα πολλὰ μ’ ἔκανε. Μὲ κατάφερε κ’ ἔφαγα τὶς δώδεκα θυγατέρες μου, μ’ἔκλεψε τὸ κιλίμι μου, τὸ ποτήρι μου καὶ τὸ τσαντήρι μου. Θὰ τὸν ἔτρωγα ἐγώ, ἀλλὰ μὲ φοβέριζε πώς θὰ τρυπήση τὴν κοιλιά μου νὰ βγῆ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὸν ἔφαγα.
Τὸ κάνει, εἶπε ὁ γέρος.
Τότε ὁ δράκος πῆγε στὸν πύργο, πῆρε ἕνα τσεκούρι μεγάλο κ’ ἕνα πριόνι καὶ καρφιὰ μεγάλα καὶ πῆγε κ’ ἔκοψε ἕνα δέντρο χοντρὸ καὶ τὸ ἔσκαψε ἀπομέσα, ἔκοψε κ’ ἕνα σανίδι χοντρὸ ἀπὸ ἕνα ἄλλο δέντρο, κ’ ὕστερα τοῦ εἶπε ὁ Τσιρτσώνης :
-Γιὰ ἔμπα μέσα νὰ τὸ καρφώσω καὶ νὰ κλωτσήσης νὰ δοῦμε θὰ μπορέσης νὰ τὸ τσακίσης ; γιατί σὰν ἐσένα δυνατὸς εἶναι καὶ ὁ Τσιρτσώνης.
Τὸ πίστεψε ὁ δράκος καὶ μπῆκε μέσ’ στὸ κιβούρι καὶ τὸν κάρφωσε ὁ Τσιρτσώνης, καὶ τοῦ εἶπε :
-Κλώτσα τώρα νὰ δοκιμάσουμε.
Κλωτσᾶ ὁ δράκος, ποὺ νὰ ξεκαρφωθῆ ἢ νὰ σπάση !
Γερὸ εἶναι, εἶπε ὁ Τσιρτσώνης, στέκα νὰ τὸ ξεκαρφώσω νὰ βγῆς.
Καὶ ἀντὶς νὰ τὸ ξεκαρφώση, κεῖνος ἔμπηγε κι ἄλλα καρφιά. Κ’ ὕστερα τοῦ εἶπε :
-Ἐγὼ εἶμαι ὁ Τσιρτσώνης καὶ θὰ σὲ πάω ζωντανὸ στὸ βασιλιᾶ, γιὰ νὰ μοῦ δώση τὴ θυγατέρα του.
-Ἄχ, Τσιρτσώνη, τί ναι αὐτὰ πού μοῦ κάνεις ! Μὲ κατάφερες κ’ ἔφαγα τὶς θυγατέρες μου, μοῦ κλεψες τὸ κιλίμι μου, τὸ ποτήρι μου, τὸ τσαντήρι μου, τώρα μὲ κατάφερες καὶ μ’ ἔβαλες μέσ’ στὸ κιβούρι.
-Ἔννοια σου, τοῦ λέει ὁ Τσιρτσώνης, τώρα πλιὰ ξεπληρώνονται τὰ θεριστικά, καὶ δὲν θὰ σὲ πειράξω πλιά.
Τότε τὸν φορτώθηκε καὶ τὸν πάει τοῦ βασιλιᾶ καὶ λέει :
-Νά, ἀφέντη βασιλιᾶ, μεσ’ σ’ αὐτὸ τὸ κιβούρι εἶναι ὁ δράκος· ζωντανὸ τὸν ἔθαψα. Νὰ μὴ τὸν ἀνοίξης, γιατί θὰ σᾶς φάη. Μένα δὲ μὲ τρώει, γιατί τρυπῶ τὴν κοιλιά του καὶ βγαίνω.
Κ’ ὕστερα πῆρε τὴ βασιλοπούλα καὶ τὴν ἔκρυψε στὸ ταβάνι, κι ὁ βασιλιᾶς ξεκάρφωσε τὸ κιβούρι καὶ βγῆκε ὁ δράκος καὶ τοὺς ἔφαγε ὅλους μὲ τὴν ἀράδα μέσ’ στὸ παλάτι καὶ ὁ Τσιρτσώνης τοὺς ἔκανε σιργιάνι.
-Τώρα θὰ σὲ φάω καὶ σένα , τοῦ εἶπε ὁ δράκος.
-Ἒμ γι’ αὐτὸ κ’ ἐγὼ στέκομαι, ἒμ ὕστερα ; θὰ τρυπήσω τὴν κοιλιά σου νὰ βγῶ.
Φοβήθηκε ὁ δράκος καὶ δὲν τὸν πείραξε, μόν’ τὸν ἄφησε κ’ ἔφυγε.
Τότε σου ὁ Τσιρτσώνης πῆρε τὴ βασιλοπούλα γυναίκα καὶ γίνηκε βασιλιᾶς.
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΕΚΛΟΓΗ Γ.Α. ΜΕΓΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι.Δ ΚΟΛΛΑΡΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΣΕΙΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΙΚΟΝΕΣ ΡΑΛΛΗ ΚΟΨΙΔΗ