Χωρίς πολλά λόγια, όπως ο ίδιος ανέβαινε και τραγούδαγε κι έφτανε κατευθείαν μέσα μας το τραγούδι, έτσι θα ΄πρεπε να τον αποχαιρετήσουμε. Μεγάλος. Χώρεσε η φωνή του μια χώρα ολόκληρη. Είχε την τύχη να πει μερικά σπουδαία λαϊκά τραγούδια. Είχαμε την τύχη να μεγαλώσουμε μαζί τους.
ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΒΗΜΑ
Τυχαία τον άκουσε να τραγουδά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και μέσω εκείνου βρέθηκε στην «Κολούμπια». Εκτοτε ξεκινά μια πορεία στο ελληνικό τραγούδι, με διάρκεια και ερμηνείες που τον κατέταξαν στους λαϊκούς βάρδους. Συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού και έντεχνου τραγουδιού: Γιώργο Ζαμπέτα, Μίκη Θεοδωράκη, Δήμο Μούτση, Απόστολο Καλδάρα, Τάκη Μουσαφίρη, Χρήστο Νικολόπουλο, Γιάννη Σπανό, Μάριο Τόκα. Ο ίδιος ξεχώριζε τον δίσκο που έκανε με τον Θάνο Μικρούτσικο το 1996, «Στου αιώνα την παράγκα», και βέβαια τον «Άγιο Φεβρουάριο» (1972) με τον Δήμο Μούτση.
Η φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου, ειδικά από τη δεκαετία του ΄90 και μετά, έγινε ο μελωδικός «τόπος» όπου συναντήθηκε ένα ρεύμα του λαϊκού τραγουδιού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και με τραγούδια των οποίων οι στίχοι και η μουσική διαφοροποιούνταν από τη θεματολογία του κλασικού λαϊκού τραγουδιού. Σε αυτή τη «συνάντηση» η φωνή του διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο γιατί προσέλκυσε στιχουργούς και συνθέτες να γράψουν με διαφορετικό τρόπο απ΄ ό,τι μέχρι τότε, αλλά και μπόλιασε νέες μορφές στιχουργίας και σύνθεσης με τη λιτότητα του κλασικού λαϊκού τραγουδιού, το οποίο είχε επηρεάσει τον Μητροπάνο.
Γεννημένος στις 2 Απριλίου 1948, στην Αγία Mονή, μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα - από την οποία καταγόταν η μητέρα του - μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, τον οποίο γνώρισε στα 29 του χρόνια. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως ο πατέρας του σκοτώθηκε στο βουνό (ήταν αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας), οπότε έλαβε ένα γράμμα του πατέρα του που έλεγε πως ζει στη Ρουμανία. Από μικρός δούλευε τα καλοκαίρια για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια. Πρώτα ως σερβιτόρος στην ταβέρνα του θείου του και ύστερα σε ξυλουργεία. Μετά την Γ΄ Γυμνασίου, το 1964, ήρθε στην Αθήνα να ζήσει με το θείο του. Προτού τελειώσει το Γυμνάσιο άρχισε να δουλεύει ως τραγουδιστής. Το 1967, ο Μητροπάνος ηχογραφεί τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι «Θεσσαλονίκη». Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού «Χαμένη Πασχαλιά», που λογοκρίθηκε από τη χούντα και δεν κυκλοφόρησε ποτέ.
Για τον θάνατο του Δ. Μητροπάνου ο Μίκης Θεοδωράκης δήλωσε: «Τον Δημήτρη Μητροπάνο τον θεωρούσα πνευματικό μου παιδί. Έφηβος ξεκίνησε μαζί μου την πορεία του στο τραγούδι για να φτάσει στις κορυφές της λαϊκής αποδοχής, της μεγάλης αγάπης και της καλλιτεχνικής καταξίωσης. Πριν λίγες μέρες συζητούσαμε για τη συναυλία που θα έδινε στο Ηρώδειο με τον Επιτάφιο και το Άξιον Εστί και για τη μελλοντική ηχογράφηση του Διόνυσου. Έτσι μου είναι αδύνατο να συνειδητοποιήσω ότι αυτός ο δυνατός και περήφανος άντρας έφυγε τόσο ξαφνικά και άδικα από τη ζωή. Ήμουν τόσο περήφανος γι’ αυτόν, τον εκτιμούσα και τον αγαπούσα τόσο πολύ, που η απώλειά του με συγκλονίζει. Τώρα η σκέψη μου στρέφεται προς τη γυναίκα του και τις κόρες του, στις οποίες δεν έχω λόγια να πω. Το μόνο που ίσως τις παρηγορήσει είναι ότι τον άνθρωπό τους τον λάτρεψε ένας ολόκληρος λαός και γι’ αυτό θα μείνει για πάντα στη συλλογική μας μνήμη».
Μιλώντας στην Αυγή, ο Θάνος Μικρούτσικος δήλωσε: «Ως άνθρωπος ο Δημήτρης ήταν από τους πολύ κοντινούς μου. Χαμηλών τόνων, αλλά όταν σου έδινε το χέρι του ήταν σα να σου άνοιγε ο κόσμος την αγκαλιά του... Αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν η απόλυτη ανθρωπιά, τόσο πολύ ώστε ήταν αγαπητός σε όλους, ακόμα και σε κάποιους στους οποίους δεν άρεσε τόσο σαν τραγουδιστής. Επίσης όλη αυτή η αναγνώριση, η δόξα ακόμα, που απολάμβανε είχε περάσει δίπλα του, δεν τον είχε καν αγγίξει. Ήταν σαν να αφορούσε κάποιον άλλο και όχι τον ίδιο, ήταν εντελώς αποστασιοποιημένος από αυτήν. Αυτό ήταν κάτι που μου έκανε πάντα εντύπωση σε εκείνον, δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη ανάλογη περίπτωση από το σινάφι μας, η δική του ήταν η μια και μοναδική.
Σαν τραγουδιστής ήταν λαϊκός, με την πιο αυθεντική και πλήρη έννοια του όρου. Αυτήν δηλαδή του χρόνου και του χώρου, καθώς συνδύαζε τα δύο στοιχεία που ήταν, είναι και θα είναι πάντα η Ελλάδα: το βουνό και η θάλασσα από κοινού. Ακόμα και όταν τα τραγούδια που ερμήνευε ήταν ίσως κατώτερά του ή έστω απολύτως ξένα σε εμένα (όπως συνέβαινε με ορισμένα από τα τελευταία του), η φωνή του πάντα μου προκαλούσε ένα ρίγος. Τεχνικά αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν τα ΄πέτρινα΄ στοιχεία, ίσως ακόμα και ένας ΄πρωτογονισμός΄, με την πιο θετική, φυσικά, έννοια της λέξης. Μαζί βέβαια και με τα μελίσματα του δημοτικού μας τραγουδιού, νομίζω πως εκκινούσε ακριβώς από το σημείο τομής του δημοτικού και του λαϊκού τραγουδιού. Και φυσικά αυτό είχε να κάνει πολύ με την καταγωγή του από τα Τρίκαλα, τη γενέτειρα δηλαδή και του Βασίλη Τσιτσάνη...».
Επιμέλεια: Π. Φραντζής
Πηγές: Ριζοσπάστης, Αυγή
Ακούστε επίσης τη σχετική εκπομπή του Πάρη Μήτσου στον 902 | [A.] [Β.] [Γ.] [Δ.]