Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ





του Κώστα Παπαδημητρίου, σ. Σχολικού Συμβούλου




Μαρτύριο Ταντάλου μοιάζει η πνευματική ζωή του ποιητή Κωστή Παλαμά. Η ψυχή του κλυδωνίζεται χωρίς αναπαμό ανάμεσα σε δύο αντίθετους πόθους, που ο καθένας τον τραβάει γοητευτικά προς τη μεριά του. Απ’ τη μια τον ταράζει η εωσφορική επανάσταση για τις χαρές της ζωής και της ύλης κι απ’ την άλλη η συγκινητική νοσταλγία προς το θείο, «το ωραίο και καθάριο τ’ ουρανού». Ανάλογο είναι και το ποιητικό και κριτικό του έργο. Παράλληλα με την αρχαία τραγωδία και τον διθύραμβο αντικαθρεπτίζεται και η αναστροφή του με τα ιερά κείμενα από το Ευαγγέλιο ως την υμνογραφία της Εκκλησίας.
Κάποτε δοκιμάζει «εκ της απιστίας την κάμπη και της αμφιβολίας τα καρφιά» (Π.Μ.Πολιτεία). «Έχει τη συνείδηση του σκεπτικισμού του, μα συχνά τον ενοχλεί τούτη η αρρώστια» (Άπαντα τ. 12, σελ. 445). Συχνότερα όμως μεταστρέφεται και νιώθει την ανάγκη να υψώση δέηση εξιλέωσης και θερμές ικεσίες. Με δέος προσβλέπει τότε στην αληθινή αλήθεια και ζητάει σωτηρία από τη μεγαθυμία του Θεού. Ζητάει μια ελπίδα φωτός, ένα καταφύγιο από το δαρμό της απιστίας. Αφήνει τότε να τον συγκινήσουν θέματα υπαρξιακά που τον μεταρσιώνουν πνευματικά και μας δίνει αναβλύσματα συναισθηματικά της ψυχής του, που κυλάνε σ’ ένα κανάλι τεχνουργημένο με σμιλεμένους στίχους ομορφοπλεγμένους σε αρμονικές στροφές. Τότε βρίσκει τον πραγματικό εαυτό του, η φωνή του γίνεται γλυκειά, μελωδική και οι στίχοι του παίρνουν το ρυθμό του παρακλητικού κασσιανισμού:

«Το σώμα, το αίμα Σου, Χριστέ μου / για να πιώ, / χτύπα τη σκέψη, σκότωσέ μου / το σκορπιό. / Δίχως να ψάχνω ο άθλιος μπροστά Σου / γυρευτής / της άχραντης αγνά ομορφιάς Σου / λατρευτής» (Δ.Σ. Θωμάς, 311)

Προσεγγίζει και ζη, υμνολογεί και δοξολογεί τις γιορτές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ιδιαίτερα στέκεται μπροστά στο «Μέγα μυστήριον» της ενανθρώπησης του Θεού, της αγάπης και της θείας συγκατάβασης, τα Χριστούγεννα. Τον θαμπώνει με τη λάμψη του το ανέσπερο φως του Άστρου της Βηθλεέμ:

«Τι φως και χρώμα κ’ εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι / οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει! / Ποιός άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο! / Τ’ άλλα τ’ αστέρια θα’ βλεπαν το φωτεινό του δρόμο / κι από τη ζήλεια θα’ τρεμαν... / και μόνο όταν τα λαμπρά Χριστούγεννα θα’ μπουν / θαρρώ πως οι ακτίνες του μες την ψυχή μου λάμπουν».

Στο δεύτερο μέρος του ιδίου ποιήματος με τίτλο «Χριστούγεννα» καταφέρνει ο ποιητής και συνδυάζει τη μεγάλη αυτή γιορτή με τις παραδόσεις του λαού μας και τα έθιμα της χριστιανικής οικογένειας. Πόση οικογενειακή θαλπωρή δε σκορπίζουν σε μικρούς και μεγάλους οι στίχοι:

«Αχ! αχ!, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι / που ταίρι ταίρ’ η όρεξη με την αγάπη παίζει! / Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα, / Γύρω φαιδρά γεράματα και προκομμένα νιάτα!»

Επανέρχεται στο ίδιο ποίημα με στίχους πνευματικότερους. Θέλει με ταπείνωση να πλησιάση το θείο Βρέφος και να νιώση το λυτρωτικό μήνυμα που εκπορεύεται από την ταπεινή φάτνη. Πλησιάζει νοερά και αντικρύζει τον νεογέννητο Χριστό και με ταπείνωση και συντριβή δέεται με την αγνότητα μικρού παιδιού:

«Νάμουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι, / την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι! / Να δω την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του, / το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του / να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σα διαμαντάκι, / κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι, / να μοσχοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία / που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία. / Να ιδώ την Αειπάρθενο, να ιδώ το πρόσωπό της, / πως εκοκκίνισε, καθώς πρωτόειδε το μικρό της, / όταν λευκό, πανεύοσμο το προσωπάκι εκείνο / της θύμισ’ έτσι άθελα του Γαβριήλ τον κρίνο...».

Τέτοια λόγια σάλπισε η φωνή του ποιητή 'κείνη την καλή του ώρα που συνταίριαζε μες την αγνή ψυχή του ένα από τα μελωδικότερα τραγούδια του. Απλό και πολύ ποτισμένο με στοχαστική χαρά και υπεράνθρωπη γαλήνη.
Τα πνευματικά ερεθίσματα από τη θεία μορφή του νεογέννητου Βρέφους είναι έντονα και χαράζονται βαθειά μέσα του. Τόσο που τον επηρεάζουν και στον ύπνο του. Βλέπει όνειρο που το διηγείται στη συλλογή του: «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου». Αποσπούμε το σχετικό κομμάτι:

«Στο πατρικό το εικονοστάσι το σκοτεινό βρέθηκ’ αγνάντια. Ανάμεσα στις εικόνες μια Παναγιά σαν αλυσοδεμένη μέσα στο γαλάζιο της μανδύα, μα πάντα στην όψη της κρατώντας μιαν αυστηρή προσήλωση σε κάτι υπερκόσμιο. Στην αγκαλιά της το Θεάνθρωπο Βρέφος.
Έξαφνα το Θεάνθρωπο Βρέφος σάλεψε σα να ήθελε να λυτρωθή από την αγκαλιά της Μητέρας του και νάβγη από τη φυλακή της εικόνας. Άπλωσε προς εμένα τα χεράκια του, μου χαμογέλασε και τα χεράκια του τα κράτησε αποπάνω μου, σα να ήθελε να μ’ ευλογήση, σα νάθελε να παίξη μαζί μου, με σάλεμα, μαζί περίχαρο και μυστικό και υπέρτατο, σαν παιδιού και σα Θεού.
Κ’ ένα μυστικό ψιθύρισμα χάϊδεψε τ’ αυτιά μου:
-Πιστεύεις;
Κ’ εγώ αισθάνθηκα πρωτάκουστη συγκίνηση και λύγισα τα γόνατά μου για να προσπέσω στα πόδια του. Αλλά κρατήθηκ’ αμέσως από κάποιο άλλο αίσθημα αμφιβολίας και περηφάνειας και του αποκρίθηκα:
-Πιστεύω πως ονειρεύομαι. Μακάρι να είταν αλήθεια. Όνειρο ωραιότερο δεν ξανάειδα, ούτε θα ξαναϊδώ. Ξέρω πως κοιμάμαι και πως θα φύγη τόνειρο.
Ακούστηκαν βροντόλαλες οι Χριστουγεννιάτικες καμπάνες (Άπαντα, τομ. 4, σελ. 291).

Τον κατέχει η αιώνια δίψα του καθαρού αγναντέματος των θείων οραμάτων φυλαγμένη από τη σκληρή κρυάδα των φιλοσοφικών θεωριών και της φυλακής του λογικού και σε τέτοιες στιγμές που είναι οι ουσιαστικότερες κινήσεις της ψυχής του, βυθίζει τον εαυτό του στα ενδότερα και αδιόρατα κρησφύγετα της ύπαρξής του και βλέπει με τα άϋλα μάτια του, μάτια μεταφυσικά, κόσμους υπερούσιους, «πράγματα κρυμμένα και αθώρητα». Διαβάζουμε στο ποίημα του «Τα μάτια της ψυχής μου»:

Στα βάθη της ψυχής μου, χαρίσματα θεϊκά / ολανοιγμένα νιώθω δυό μάτια μυστικά.
Δεν τα φωτίζει ο ήλιος που λάμπει για τη γη / και παίρνουν φως απ’ άλλη πιο καθαρή πηγή.
Στα βάθη της ψυχής μου, που πάθη ταπεινά / δεν έχουν τόπο, νιώθω δυό μάτια φωτεινά.
Και βλέπω τα κρυμμένα, τ’ αθώρητα θωρώ, / τον άνθρωπο, την πλάση, τ’ αστέρια, τον καιρό.
Στα βάθη της ψυχής μου κι εκεί που δεν μπορείς / ποτέ σου νάμπης-νιώθω δυό μάτια ολημερίς...
Χειροπιαστά ξανοίγω τα πλάσματα του νου / κι απάνου μου σκυμμένους αγγέλους τ’ ουρανού.
Εκεί που η σκύλα η Έγνοια δεν πάει, δεν αλυχτά, / μέσ’ στην ψυχή μου κρύβω δυό μάτια ολανοιχτά.
Μια μέρα τ’ άλλα μάτια, που είναι από γη πλαστά / θα λυώσουν μες το μνήμα με το κορμί κλειστά.
Στα βάθη της ψυχής μου που πάθη κοσμικά / δεν έχουν τόπο, νιώθω δυό μάτια μυστικά.
Αυτά δε θα κλειστούνε ποτέ, δε θα χαθούν, / ελεύθερα μια μέρα γοργά θα φτερωθούν.
Τα μάτια της ψυχής μου, τα μάτια τα θεϊκά / που μέσα μου ανοιγμένα τα νιώθω μυστικά,
ψηλότερ’ απ’ τ’ αστέρια, στον έβδομο ουρανό / θα τ’ ανταμώσουν πάλι το Φως το αληθινό.

Στην ίδια ποιητική ενότητα και κάτω από τον τίτλο «Μεσσίας» στηρίζονται πέντε ποιήματά του από τα οποία τα τέσσερα είναι αφιερωμένα στα Χριστούγεννα. Εκφράζει και σ’ αυτά τα συναισθήματα που πλημμυρίζουν την ψυχή του μπροστά στο θαύμα της ενανθρώπησης του Θεού.
Το πρώτο έχει επικεφαλίδα «Ένας Θεός». Σε τόνο εσωτερικό, προσωπικό, με συντριβή καρδιάς και ταπείνωση μπροστά στη θεία Γέννηση, διαπιστώνει μιαν αλήθεια που συνέλαβε ενοραματικά η ψυχή του:

Ω, μέσα μου γεννιέται ένας Θεός / και το κορμί μου γίνεται ναός, / δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή / μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
το μέτωπό μου λάμπει σαν αστέρι... / Στο Θεό φανήτε τώρα, ήρθεν η ώρα, / από τάγνωστα μυστικά σας μέρη, / Μάγοι, φέρτε στο Θεό τα πλούσια δώρα.
Φέρτε μου, Μάγοι -θεία βουλή το γράφει- / τα σμύρνα της ελπίδας, το λιβάνι / της πίστης, της αγάπης το χρυσάφι! / Μυστήρια τέτοια ανθρώπου νους δε βάνει!
Και σεις θρόνοι πανάχραντοι, αγγελούδια / στην καρδιά στην κούνια του σκυμμένα / με της αθανασίας τα τραγούδια, / υμνολογείτε σεις τη θεία τη γέννα.
Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί / και το κορμί μου φάτνη ταπεινή, / βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός / ω, μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!

Το δεύτερο ποίημα της ίδιας συλλογής επιγράφεται «Απόκρυφον Ευαγγέλιον». Σ’ αυτό νοερά ο ποιητής μεταφέρεται στο Όρος των Ελαιών, όπου συλλαμβάνει τη λυρική και παραστατική εικόνα να υμνούν τον Κύριο τα δέντρα και τα περιστέρια με το δικό τους τρόπο:

«Μια μέρα μόνος πρόβαλε στ’ Όρος εκεί κι εστάθη / έξω απ’ του κόσμου τις χαρές κι απ’ των κακών τα πάθη, / από μιαν άγνωστη ομορφιά, ξένη της γης, ωραίος, / κι εκεί στου κέδρου ακούμπησε τη ρίζα ο Ναζωραίος. / Και με το πρώτο πάτημα και με το ανάβλεμμά του / το χόρτο στα ποδάρια του, τα δέντρα ολόγυρά του, / το κέδρο, των ροδόλευκων περιστεριών τα πλήθη, / και η φύση και η φτερουγιαστή και η ριζωμένη, ελύθη / σείστηκε και λυγίστηκε και οι φοινικιές που οι λαύρες / τις τρέφουν, κ’ οι τριανταφυλλιές που μόσχους κλέβουν / οι αύρες / κ’ οι μεστωμένες οι συκιές, κ’ οι ελιές οι καρποφόρες, / του Όρους πλούτη, συντροφιές του κέδρου, του ήλιου / κόρες, / και δέντρα και χαμόδεντρα και βότανα και βάτα / σκόρπισαν απ’ τα φύλλα τους κι απ’ τ’ άνθη τα δροσάτα, / κι από τις ρίζες τους βαθειά, μιαν άφραστη θυσία, / ένα τρανό υμνολόγημα στα πόδια του Μεσσία».

ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τα δέντρα με απορία κι έκσταση τον ρωτούν:
«Ξένε, ποιός είσαι, που χωρίς καμώματα και μάγια / μαγεύεις; Κοίτα! όπου πατάς άχραντα βγαίνουν βάγια! / Δεν κρύβεσαι, ας πορεύεσαι φτωχά, ταπεινωμένα / τίνος αγγέλου είσαι καρπός, τίνος Θεού είσαι γέννα;
Δε φοβερίζει ο λόγος Σου, μηδέ η ματιά σου καίει / πως τρέμουν έτσι αγνάντια Σου κ’ οι άγριοι Σαδδουκαίοι; /
Αλήθεια μ’ ένα λόγο Σου πως το κακό γιατρεύεις / κι ακόμα κι απ’ το θάνατο πας και νεκρούς γυρεύεις; /

Για ν’ ακολουθήσουν με το λυρικό δοξολόγημά τους τα περιστέρια:
«Αλλά ποτέ δεν έφεξε στα πάναγνα φτερά μας / τόσο μεγάλ’ η χάρη μας, τόσο βαθιά η χαρά μας, / σαν τώρα που Σε βλέπουμε... Κ’ είναι γραφτό μια μέρα / Θεός να θρονιαστής και Συ στον έβδομον αιθέρα, / κ’ εμείς μέσ’ στην εφτάθρονη μεγάλη Σου Εκκλησία, / λευκόφτεροι άγγελοι, ιερά σημάδια σου, Μεσσία, / και να γενή ο παράδεισος, που τάζεις εις αιώνας / με των δικαίων τα πνεύματα, φωτός περιστεριώνας!
Αλλ’ απ’ του κόσμου τάφθαρτα θαύματ’ αυτά κανένα / δεν είναι πιο γιγάντιο, δε λάμπει σαν Εσένα, / Κέδρο της Ιερουσαλήμ, δέντρο αγιασμένου τόπου / που ίσκιωσες και που ανάπαψες, δέντρο, τον Υιό του / ανθρώπου,
Κι από μιαν άγνωστη ομορφιά, ξένη του κόσμου, ωραίος, / κάτου απ’ του κέδρου απόμενε τη σκέπη ο Ναζωραίος, / και φαίνονταν πως τίποτε δεν άκουγε κι απ’ όσα / σκορπούσε η φύση γύρω του με μαγεμένη γλώσσα. / Γιατί άλλη γλώσσαν άκουγε κι είταν αυτή του Υψίστου, / του Υψίστου που τον ένιωθε στα βάθη της ψυχής του!»

Το τρίτο ποίημά του έχει την επιγραφή «Αρχαία ζωγραφιά». Αναφέρεται κι αυτό στα Χριστούγεννα. Το διαπερνά κι αυτό μια εσωτερικότητα και μια λυρική νότα. Είναι από τα καλύτερα ποιήματα της θρησκευτικής μας ποίησης. Παραθέτουμε ένα κομμάτι:

«Κι από την άχραντη Μαριάμ που λάμπει στην πορφύρα, / κι από τον άγγελο, κι απ’ το θνητό, κι απ’ το Σωτήρα / θαρρείς πως βγαίνει μια φωνή και χύνεται στον αέρα: / -Δόξα εν Υψίστοις! Ένας Θεός γεννήθηκ’ εδώ πέρα!»

Τέλος το τέταρτο ποίημα της ενότητας «Μεσσίας» «Η νύχτα των Χριστουγέννων» χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο, σε πρώτο πρόσωπο γραμμένο, είναι κάποιοι κρύφιοι και άδηλοι αναστεναγμοί της ψυχής του, που αναφέρονται στο θαυμασμό του μπροστά στο γεγονός της ενανθρώπησης του Θεού. Τον εμπνέει και του φτερώνει την ψυχή ο ήχος της καμπάνας που αναγγέλλει τη μεγάλη γιορτή.
Στο δεύτερο μέρος η σκέψη του ποιητή πετάει στη ζωή των πρώτων Χριστιανών. Υμνολογεί εκείνες τις ευλογημένες «Αγάπες» που «έδεναν τους ανθρώπους μια ψυχή». Αποκαλεί σ’ αυτές τις «αυγές της πίστης» και τις «χρυσαυγές» του κόσμου που έβλεπε ο άνθρωπος τον συνάνθρωπο αδελφό και ήξερε πως «τα βάσανα τα ξένα είναι και δικά του».
Και σε άλλες ποιητικές του συνθέσεις ο Παλαμάς αναφέρεται στο μεγάλο γεγονός της γέννησης του Χριστού.
Παραθέτουμε μερικούς στίχους που συναντούμε στους «Δειλούς και Σκληρούς Στίχους» και στη θεματική ενότητα «Γιορτές» (Άπαντα 9ος τ.)

«Χριστούγεννα και μέσα στη χιλιόδιπλη καρδιά μου μια σπηλιά κι ένας Χριστός γεννιέται....»

ΓΙΟΡΤΕΣ
Χριστούγεννα, ω, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια. / Του Χριστού λατρεία, αγάπες των τραγουδιστών, / Θαβώρ η φάτνη, ανοίγουν τα επουράνια, / του Χριστού, τ’ Αη Βασίλη, των Φωτών...
Ω, των παιδιών όνειρα, πόθοι των παιδιών / το θάμπος στους χορούς μπροστά των παιχνιδιών

ΤΕΤΡΑΦΩΝΟΣ ΨΑΛΜΟΣ
Φάτνη αλόγων. Μάγοι, Βοσκοί. Η Παρθένο. / Δόξα, έκσταση σε γη και σε ουρανό. / Ψηλάθε ένα άστρο, μάτι καρφωμένο. / Ένα βρέφος πλιο απ' το άστρο φωτεινό

ΟΝΕΙΡΕΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Χριστέ μου, κράτα με μακριά απ' τις κακίες του κόσμου, / Στην φάτνη βρέφος, όσο ζω να σε λατρεύω δος μου. / Κι όσο θα 'ρθή από Σε σταλτός ο χάρος να με πάρη, / κάμε συ, βρέφος, να σταθώ μπροστά στη θεία Σου χάρη. / Και κάμε λόγια τα έργα μου σαν των αγρών τα κρίνα, / προφητικά, φεγγοβόλα κάμε τα σαν εκείνα, / της νύκτας των απλών βοσκών. Γεννιόσουν και γρηκούσαν. / Τους ουρανούς ολάνυκτους που σε δοξολογούσαν.

Οι παραπάνω και άλλες υψηλές και μεγαλόπνοες ποιητικές δημιουργίες του Παλαμά, που εκφράζουν τη θέρμη της καρδιάς του και τον αυθορμητισμό του θυμικού του έχουν τη φύτρα τους στον πλούτο των εικόνων και των συναισθημάτων που χαράχτηκαν βαθιά μέσα του, όταν μικρό παιδί με τον παππού του στο Μεσολόγγι, είχε άμεση επαφή με το κάλλος της εκκλησιαστικής τελετουργίας και υμνολογίας. Αυτά ρίζωσαν βαθιά στην ύπαρξή του, έγιναν ατράνταχτο υπόστρωμα του ψυχικού του κόσμου και όπως αποκαλυπτικά γράφει «Στα Γράμματα προς τη Ραχήλ» «έγιναν ένα ύφασμα θρησκευτικό που με θερμαίνει και δεν το άφησα να σκοροφαγωθεί». Έτσι όσο κι αν φύσηξε αργότερα της αμφιβολίας ο βοριάς, δεν μπόρεσε να του μαράνη «της πίστης όλα τ’ άνθη».

Πάντοτε
«Σαν από τοίχου στ’ άφεγγο μια / τρύπα, τον ήλιο Σου έβλεπα, Θεέ / κι έβλεπα ανήμπορος προς το φως / μέσ’ στη νυχτιά μου, της άλλης πλάσης. / Σώστης το δάκρυ μου ας γίνει...»,
θα πη ο ίδιος.–