Περιηγητικές αρπαχτές σε στίχους
ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ
«ΘΑ ΜΠΩ ΤΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ»
«Απόψε εννά μπω της Λάρνακας στις οχτώ»
σαν «Θα μπαίνω μέσα σου όλη νύχτα» μού ακούστηκε
η φίνα διατύπωση που ψάρεψα στην καφετέρια–
αντί για κολόκες αρπαχτές απ’ την παράδοση.
Αυτή η σύνταξη με την παραχωμένη δοτική μέσα
με φαντασιώνει με την Λάρνακα πλαγιασμένηνα,
γερτή στην γενική της κατάκλιση
μαυροβρυού, αραχνοΰφαντη, μεσογειακή,
μόλις λιγότερο ανάλαφρη από αιγαιακή,
να με περιμένει να της μπω, Παναΐα μου,
απ’ όπως την γυροφέρνω με το αεροπλάνο.
(Άσχετο μα σχετικό:
Μαχαιράς σαν πυκνή σκοτεινή σοκολάτα –κάρβανος αιθός-
που για να την γευτείς πρέπει ν΄αντέχεις– όχι Κορνάρος
γάλακτος,
όχι φραππέδες καλοχτυπημένοι με ζαχαρόγαλα·
η Νήσος έχει φως περισσότερο απ’ το κανονικό,
την ξασπρίζει ένας στασιμοπληθωρισμός φως,
μια ντάλα σαν μπλόφα στα σκότη,
οι σκιές πήζουν κάργα στο μαύρο.)
ΑΕΡΟΛΙΜΗΝ
Φύλαγα τους τρεις τελευταίους στίχους
που μου είχαν κατέβει μια μέρα πάνω στην κουβέντα,
κι αναρωτιόμουν σε ποιο ποίημα να τους μπάσω, ή μήπως
φτιάξω
ένα καινούργιο σέρτικο για τον Αερολιμένα της Λάρνακας
που διέθετε και Σάλα Καπνιστών, με καθιστικούς πάγκους
ολόγυρα
και πλευρικούς απορροφητήρες σαν κουζίνας μεγάλου
ξενοδοχείου,
ανοιχτή χωρίς πόρτες κι ευκολόβρετη
όπου μέχρι να τσουλήσουν οι αποσκευές
ρουφούσες κα’ να δύο λαχταριστά τσιγάρα,
ξεχαρμάνιαζαν πάνω από είκοσι ρουφηχτάρηδες ταυτόχρονα.
Μα το καπνιστήριο τέλος, το φράξαν οι αμερικανίλες
και οι παπαριές περί αρρώστιας
με νοβοπάν και με φαρδιές σανίδες σταυρωτές–
λες και περιμένει τον καπνό για να πλακώσει, η μαύρη
καλιακούδα–
και μου μείναν ο τίτλος και το τρίστιχο που γίνηκε οχτάστιχο:
ότι δεν καπνίζω ένα ενάμισο με δύο πακέτα
μήτε απλώς ξεπερνώ τα δυόμισυ την ημέρα,
φουμάρω απανωτά τα στριφτά από το σακούλι
γιατί όπως τους Ινδιάνους, με κατευνάζει,
με κάμνει να ρεμβάζω, να εικάζω, να στοχάζομαι,
να φουλάρω το χαρτάκι, να σιάχνω τον καπνό
κυλινδρίζοντας, να σαλιώνω και να ισιώνω,
γενικά να ετοιμάζω το επόμενο.
«ΚΑΠΠΑ 13»
κατάστημα με ήθος και ύφος
«Εμένα εκείνο το ενδίδεις, το αφέθηκες κι ενδίδεις του
Καβάφη,
δεν ξέρω, μου αρέσει πολύ, και σπάω το κεφάλι μου να
κατανοήσω
τί καταλαβαίνουν εκείνοι
(κι όχι με το κοντινό αυτοί)
που δεν ενδίδουν, τι φοβερό πράγμα έχουν πάθει
και δεν θέλουν να ενδίδουν».Το είπε ιστορικός
έκδοτος στες ηδονές διά των αιώνων:
αμπελοπούλια σιρ Τζουάν τε Μουντολίφ
από τον Κόννο, τ’ Ατζιεφάλου, την Λαξιά και το Πυρκίν,
και Παραλίμνιο σαβόρο, φλαούνες χειρόμακτρης στοργής,
φλογερός παστ’ ρμάς με το συνημμένο συρτό του
και χλιδανό κρασάτο χοιρομέρι,
τσίχλες πρώην πετούμενες τέως ψητές και νυν σπαραγμένες
«και εύφρονες ούτοι ευφραντικώς κατέσθιον:
εφάαν δηλαδή πολλών λογιών πουλλιά,
πετούμενα μιτσιά, και ηυφράνθησαν-
αρέσαν τους πολλά»,
και, μόλις ήρθε η ώρα για πέψη στην παρέα
τραβάει κι απασφαλίζει
την περόνη μιας άβλαβης «Ντάιετ».
ΚΟΡΗ
Σημαίνει την θυγατέρα ή την Καρυάτιδα ή τον θηλυκό
Κούρο,
Αλλιώς οι Ελλαδίτες λέμε «κορίτσι», «κοπέλα», «κοπελιά»,
ενώ οι Κυπραίοι την φωνάζουν «κόρη» και στην κλητική
χωρίς το κτητορικό «μου». Μια μέρα
άκουγα δύο φανταχτερές με μεγάλα μαύρα μάτια
που η μία πείσμωνε της αλληνής κλητεύοντας,
«Κόρη, έθ θέλω!»
κι αυτό με κάμνει να ʹm impressed
γιατί έχω τρεις κόρες τέτοιες με μεγάλα μάτια,
δύο θυγατέρες και την εγγονή,
που τις σκέφτομαι με αξεκόλλητο το «μου».
ΦΕΓΓΑΡΙ
Φεγγάρι μεγαλύτερο από της μητρόπολης,
στρόγγυλε δίσκε κοντινέ μου
και χαμηλωμένε μου,
λυπητάρικο από τα ψες,
φέγγε μου να περπατώ
στην στενή οδό Πατρόκλου προτού στρίψω προς τον «Ορφέα»
όπου πίνει την μπίρα του τσακρή ο ποιητής Πασιαρδής
που έχει συνθέσει στίχους για τα πικρά πουλιά
χωρίς να τα εξειδικεύσει σε ράτσες– γενικά
μα όχι αόριστα, μήτε αριθμητικά: αλγεβρικά.
ΤΣΑΜΑΡΕΛΛΑ
Τσαμαρέλλα, έτσι παστώνονται οι λέξεις
μες στην ποίηση: το συναίσθημα ψήνεται στον ήλιο,
το σαλιώνουν καμήλες, μύγες, ουρανοί της Λάρνακας
(η πόλη έχει τρεις ουρανούς: έναν στα ύψη,
έναν χαμηλά, και τρίτον τον ανίδωτο)
και ενσωματώνει την ανθεκτική ουσία
που το κάμνει δοτικό και σε τρίτους–
να μασουλήσουν κι εκείνοι από τα κομματάκια της,
να την σχίζουν με τα δόντια
και να την πιπίλιζουν στο δικό τους σάλιο
παλίμψηστη, όπως οι παλιοί βοσκοί της Νήσου.