ΕΘΑΝΕ ΠΛΗΡΗΣ ΗΜΕΡΩΝ στὸ γηροκομεῖο τῆς Ἐπισκοπῆς. Τὴν
κήδεψε ἡ ψυχοκόρη της στὸν τόπο τῆς καταγωγῆς, ἀπ’ ὅπου ἔλειπαν
χρόνια πολλά. Τὴν ἔθαψε πλάι στὸν δεύτερο σύζυγό της ποὺ εἶχεν ἀποδημήσει
νέος. Τὸν πρῶτο δὲν τὸν χάρηκε. Σκοτώθηκε νιόπαντρος στὴν Κατοχή.
Λίγο πρὶν σκεπαστεῖ τὸ φέρετρο, ἄδειασε μέσα στὸν τάφο, ἡ ψυχοκόρη,
τὰ κόκαλα τοῦ σκοτωμένου, ἀπ’ τὸ κιβούρι του ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ ὀστεοφυλάκιο.
«Ἂς εἶναι καὶ οἱ τρεῖς μαζὶ» εἶπε, «τοὺς πῆρε καὶ τοὺς δυὸ ἀπὸ ἔρωτα ἡ
μάνα μου».