Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου; Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που βάζει ανύποπτη μεσ’ στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα Που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μου Είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου; Στη μέρα που απ’ τη ζήλια της στολίζεται μ’ εφτά λογιώ φτερά Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που αρπάει μια χαίτη μ’ εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της Πότε θλιμμένη και πότε γκρινιάρα, πεστε μου είναι η τρελή ροδιά Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει; Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά Μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε Σ’αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που τρίζει τ’άρμενα ψηλά στον διάφανον αιθέρα; Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας; Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται αυτή που ξελογιάζει Τινάζοντας απ’ τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά; | Dans ces patios immaculés où souffle le vent du sud qui siffle dans les arches voûtées, dis-moi, est-ce le grenadier fou qui tressaille à la lumièere du jour en répandant son rire fruitif pareil au vent dans ses manières et ses murmures, dis-moi, c’est le grenadier fou qui, de son feuillage naissant, frétille aux mâtines offrant au ciel toutes ses teintes dans un frisson de triomphe? Dans les plaines où s’éveillent les jeunes filles dévêtues quand, de leurs blondes mains , elles fauchent les trèfles déviant les confins de leurs rêves, dis-moi, c’est le grenadier fou qui illumine sans malice leurs fraîches corbeilles qui inonde leurs prénoms de gazouillis d’oiseaux- dis-moi c’est le grenadier fou qui combat la noirceur du monde ? Le jour, son envie l’orne de sept plumes différentes ceignant le soleil immuable de mille prismes éblouissants, dis-moi, c’est le grenadier fou qui saisit une crinière avec 100 coups de cravache dans sa course cinglante jamais triste, jamais maussade - dis-moi, c’est le grenadier fou qui s’égosille à chanter l’espérance naissante ? Dis-moi c’est le grenadier fou qui salue l’espace extirpant un mouchoir de feuilles d'un incendie de fraîcheur une mer enceinte de mille deux voiliers, aux vagues mille deux fois ballottées vers des rivages inviolés - dis-moi, c’est le grenadier fou qui fait grincer ses voiles vers l’éther lumineux ? Il offre au zénith sa grappe céruléene : allumage, fête, et lui hautain, provocant , dis-moi c’est le grenadier fou qui, au centre de l’univers, déchire de lumière les intempéries du démon qui déploie pleinement la collerette safranée du jour toute brodée de chansons nourricières- dis-moi c’est le grenadier fou qui se hâte de dégrafer les soieries du jour En jupons de premier avril et cigales de quinze août, dis-moi, celui qui joue, qui s’emporte, qui séduit, arrachant à la menace ses mauvaises ombres noires, libérant au giron solaire un flot d’oiseaux grisants dis-moi, celui qui déploie des ailes au cœur des choses, au cœur de nos rêves enfouis, c’est le grenadier fou ? | |
traduction -- www.projethomere.com |