TΟ ΜΕΓΑΡΟ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ ἔχω χρόνια νὰ τὸ δῶ στὰ ὄνειρά μου. Στὴν πόλη ποὺ ἐγκαταστάθηκα τὰ κτίρια ὅλα ἀπὸ μπετόν. Κι ἐκτὸς αὐτοῦ, σὲ τούτη τὴ γωνιά της ποὺ διάλεξα γιὰ σπίτι μου οἱ νύχτες εἶναι ὑγρές. Ρουφοῦν τὰ ὕδατα τῶν ἐνυπνίων κι ἀφήνουνε τὸν ὕπνο ν’ ἀποξεραθεῖ. Οὔτε ἀπρόβλεπτα μεσονύχτια ξυπνήματα πιὰ οὔτε ἀνάλογες ἀναστατώσεις. Δὲν λὲς καλὰ ποὺ γλίτωσα ἀπὸ τὰ μάγια της καὶ πῆρα πάλι τὸ σκαρὶ μονάχος κι ἔκανα τὸ κουμάντο μου! Ἔτσι λέω, ὅταν καμιὰ φορὰ ἀπελπίζομαι ποὺ ἔπαψαν πιὰ ἐκεῖνα τὰ ὄνειρά μου.
Ἀφοῦ συζητήσαμε κάμποση ὥρα, μοῦ ὑπενθύμισε ὅτι πρέπει νὰ βιαστῶ, νὰ πάω στὴ δουλειά, στὸ δικό μου καθῆκον. Κι εἶχε δίκιο. Σηκώθηκα καὶ μὲ βαριὰ καρδιὰ βγῆκα ἀπ’ τὸ σπίτι. Διέσχισα τὸ δάσος μὲ τοὺς λέοντες καὶ τοὺς λύκους κι ἔφτασα στὸ χοιροστάσιο. Ἐκεῖ ἐργάζομαι κάθε μέρα. Ταΐζω τὰ γουρούνια καὶ κλαίω ἀναγνωρίζοντας στὰ μάτια τοὺς τσαλαπατημένους μου συντρόφους.
painting Elias Passisis http://mesolongi.wordpress.com/%ce%a0%ce%91%ce%a3%ce%a3%ce%99%ce%a3%ce%97%ce%a3/