ΛΕΕΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ
And your absence teaches
me what art could not
me what art could not
Daniel Weissbort
Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω απ’ το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
–απουσία από τη ζωή –
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.
Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές
«πού είσαι έλα σε περιμένω
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
να στεγνώνουν στον ήλιο.
Δε θα ’σαι ποτέ εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
να στάζουν τα παλιά ταβάνια
φορτωμένα βροχή
και να ’χει διαλυθεί η δική μου
μες στη δική σου προσωπικότητα
ήσυχα, φθινοπωρινά...
Η εκλεκτή καρδιά σου
– εκλεκτή γιατί τη διάλεξα –
θα ’ναι πάντα αλλού
κι εγώ με λέξεις θα κόβω
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες
στου καθενός το νου.
Σε λησμονώ με πάθος
κάθε μέρα
για να πλυθείς από τις αμαρτίες
της γλύκας και της μυρουδιάς
κι ολοκάθαρος πια
να μπεις στην αθανασία.
Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
τι απουσία
ή πώς λειτουργεί το εγώ
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
σαν να το πελεκάνε
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
ελπίζοντας
πως ό,τι χάνει σε αφή
κερδίζει σε ουσία.
Η ΑΛΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Μέσ’ απ’ τις ελιές έρχεται η Πηνελόπη
με τα μαλλάκια της όπως όπως μαζεμένα.
κι ένα φουστάνι απ’ τη Λαϊκή,
μπλε μαρέν με άσπρα λουλουδάκια.
Μας εξηγεί πως δεν ήταν από προσήλωση
στην ιδέα «Οδυσσέας»
που άφηνε τους μνηστήρες χρόνια
να περιμένουν στο προαύλιο
των μυστικών συνηθειών του κορμιού της.
Εκεί στο παλάτι του νησιού
με τους φτιαχτούς ορίζοντες
μιας γλυκερής αγάπης
και το πουλί απ’ το παράθυρο
να συλλαμβάνει μόνον αυτό, το άπειρο
είχε ζωγραφίσει εκείνη με τα χρώματα της φύσης
την προσωπογραφία του έρωτα.
Καθιστός, το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο
βαστώντας μια κούπα καφέ
πρωινός, λίγο μουτρωμένος, λίγο χαμογελαστός
να βγαίνει ζεστός απ’ τα πούπουλα του ύπνου.
Η σκιά του στον τοίχο
σημάδι από έπιπλο που μόλις το σήκωσαν
αίμα από αρχαίο φόνο
μοναχική παράσταση του Καραγκιόζη
στο πανί, πίσω του πάντα ο πόνος.
Αχώριστοι ο έρωτας κι ο πόνος
όπως το κουβαδάκι κι ο μικρός στην αμμουδιά
το αχ! κι ένα κρύσταλλο που γλίστρησε απ' τα χέρια
η πράσινη μύγα και το σκοτωμένο ζώο
το χώμα και το φτυάρι
το γυμνό σώμα και το σεντόνι τον Ιούλιο.
Κι η Πηνελόπη που ακούει τώρα
την υποβλητική μουσική του φόβου
τα κρουστά της παραίτησης
το γλυκό άσμα μιας ήσυχης μέρας
χωρίς απότομες αλλαγές καιρού και τόνου
τις περίπλοκες συγχορδίες
μιας άπειρης ευγνωμοσύνης
για ό,τι δεν έγινε, δεν ειπώθηκε, δε λέγεται
νεύει όχι, όχι, όχι άλλο έρωτα
όχι άλλο μιλιές και ψιθυρίσματα
αγγίγματα και δαγκώματα
φωνούλες στα σκοτάδια
μυρωδιά από σάρκα που καίγεται στο φως.
Ο πόνος ήταν ο μνηστήρας ο πιο εκλεκτός
και του ’κλεισε την πόρτα.
ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Στον Π.Σ.
Επειδή με τη δική μου γλώσσα
δεν μπορώ να σ’ αγγίξω
μεταγλωττίζω το πάθος μου.
Δεν μπορώ να σε μεταλάβω
και σε μετουσιώνω,
δεν μπορώ να σε ξεντύσω
έτσι σε ντύνω μ’ αλλόφωνη φαντασία.
Στα φτερά σου από κάτω
δεν μπορώ να κουρνιάσω
γι’ αυτό γύρω σου πετάω
και του λεξικού σου γυρνάω τις σελίδες.
Πώς απογυμνώνεσαι θέλω να μάθω
πώς ξανοίγεσαι
γι’ αυτό μες στις γραμμές σου
ψάχνω συνήθειες
τα φρούτα π’ αγαπάς
μυρουδιές που προτιμάς
κορίτσια που ξεφυλλίζεις.
Τα σημάδια σου ποτέ μου δεν θα δω γυμνά
εργάζομαι λοιπόν σκληρά πάνω στα επίθετα σου
για να τ’ απαγγείλω σ’ αλλόθρησκη λαλιά.
Πάλιωσε όμως η δική μου ιστορία
κανένα ράφι δεν στολίζει ο τόμος μου
και τώρα εσένα φαντάζομαι με δέρμα σπάνιο
ολόδετο σε ξένη βιβλιοθήκη.
Επειδή δεν έπρεπε ποτέ
ν’ αφεθώ στην ασυδοσία της νοσταλγίας
και να γράψω αυτό το ποίημα
τον γκρίζο ουρανό διαβάζω
σε ηλιόλουστη μετάφραση.
Ρόδος, 16/3/02
Η ΥΛΗ ΜΟΝΗ
Παίρνω ένα πράγμα και του αλλάζω θέση.
Δεν ξέρω γιατί, ίσως κάτι δεν μ’ αρέσει.
Δευτερόλεπτα μετά
το ύφασμα, το χαρτί
βγάζει έναν ψίθυρο-κραυγή
καθώς αλλάζει στάση η ύλη.
Ο ανεπαίσθητος θόρυβος αυτός
άραγε να εκφράζει δυσφορία
ή ανακούφιση για τη νέα τούτη σχέση
του άψυχου με το άπειρο;
Ή μήπως τον δικό του τόπο
το αντικείμενο νοσταλγεί;
Μια κίνηση μικρούλα τόση δα
μια ματιά, ένας σπινθήρας φως
και νά π’ αναπηδάει ένας μέσα εαυτός
που ελεύθερος κινείται
σ’ ένα αφηρημένο τώρα.
Ακούγεται τότε κάτι σαν ερωτικό μουρμουρητό
ή σαν κλαψούρισμα σκύλου νηστικού...
Έτσι θα κάνει η ύλη μόνη λέω
πριν με βουτήξει μια άλλη η δική μου σιωπή.