Παναγιώτης Ἀ. Ἀνδριόπουλος
Τὸ μέλος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος κατὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη (Βημόθυρο 2010)
ΠΗΓΗ: Περιοδικὸ Βημόθυρο, τ. 2-3, Ἄνοιξη-Καλοκαίρι 2010, σ. 259-265
Πάμπολλες οἱ ἀναφορὲς καὶ οἱ μελέτες γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη στὴν ἐποχή μας. Εἰδικὲς ἐργασίες καὶ μάλιστα τολμηρές, ὅπως χαρακτηρίζονται ἀπὸ διάφορους κριτικούς, ἀπόπειρες ἑρμηνεῖες τοῦ ἔργου του, βλέπουν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας συνεχῶς. Καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι ὑπάρχει καὶ μία ἐπιστημονικὴ διχογνωμία γιὰ τὸ ποιὸς τελικὰ Παπαδιαμάντης εἶναι ὁ ἀληθινός. Ὁ ὀρθόδοξος καὶ κοσμοκαλόγερος ἢ ὁ σκοτεινὸς καὶ ἐρωτικὸς νοσταλγός; Ὁ ταπεινὸς καὶ ἀσίγαστος ψάλτης τῆς Ὀρθοδοξίας ἢ ὁ «ἐωσφορικός» δημιουργός; Φυσικά, στὸ τεράστιο αὐτὸ δίλημμα δὲν θὰ δώσουμε ἀπάντηση ἐμεῖς ἐδῶ. Θὰ προσπαθήσουμε, ὅμως, νὰ καταδείξουμε πὼς ὁ κὺρ-Ἀλέξανδρος δὲν ἦταν ἁπλῶς ἕνα πιστὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἢ ἕνας πολὺ καλὸς πρακτικὸς ψάλτης, ποὺ γνώριζε τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ λειτουργικὰ θέματα. Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν γνώστης τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας ὅσο λίγοι στὸν καιρό του. Βίωνε τὴν παράδοση τῆς ρωμιοσύνης μὲ ἀπόλυτη ἔνταση γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔγραψε, οὐσιαστικὰ κατήγγειλε, τὰ προβλήματα στὸν κλῆρο, τὴν προτεσταντίζουσα δράση τῶν θρησκευτικῶν ὀργανώσεων τῆς ἐποχῆς του, τὴν περιθωριοποίηση τῶν λαϊκῶν, τοὺς ὁποίους ἔβλεπε ὡς συλλειτουργοὺς τῶν ἱερέων. Ἀκόμη, ἀναδείχθηκε ὑπέρμαχος τῆς Βυζαντινῆς λειτουργικῆς τέχνης, μουσικῆς καὶ ἁγιογραφίας, πιστὸς τηρητὴς τοῦ τυπικοῦ, λάτρης τοῦ μοναχισμοῦ. Μόνος καὶ φυσικὰ πρωτοπόρος στὴν ἐποχή του, ἀντιτάχθηκε στὴν μουσειοποίηση τῆς λειτουργικῆς τέχνης, περιέγραψε μὲ σαφήνεια τὶς ὀλέθριες δυτικὲς ἐπιδράσεις στὸν καθόλου ἐκκλησιαστικὸ βίο, προέβαλε τὸ γνήσιο λειτουργικὸ ἦθος. Πρέπει νὰ ὑπογραμμιστεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι κανένας τότε δὲν συμμερίστηκε τὴν ὀδύνη τοῦ κὺρ Ἀλέξανδρου, ποὺ ἐκπήγαζε ἀπὸ τὴν βαθιὰ ἐκκλησιαστική του συνείδηση. Γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη πρωτοτυπία στὶς λειτουργικὲς τέχνες, σημαίνει νὰ μένει κανεὶς πιστὸς στοὺς πρώτους τύπους τῆς τέχνης αὐτῆς. Ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη «ἔχει ἕναν παραδεδεγμένον τύπον, ὃν οὐδεὶς δύναται ἀποινεῖ νὰ παραβῇ καὶ ρητῶς ἀπαγορεύεται πάσα καινοτομία εἴτε εἰς τὴν ἀρχιτεκτονικὴν καὶ γραφικὴν καὶ τὴν λοιπὴν τῶν ναῶν διακόσμησιν, εἴτε εἰς τὴν μουσικὴν καὶ τῶν ἄλλην λατρείαν».
Καὶ γιὰ νὰ ἑστιάσουμε τὴν μουσικὴ προσωπικότητά του: Ὑπῆρξε ψάλτης, τυπικάρης, ὑμνογράφος καὶ παραϋμνογράφος -ἔγραφε δηλ. σατιρικὰ ὅπως οἱ Βυζαντινοὶ- καὶ γιὰ τὴν ἐποχή του μουσικολόγος, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι προέβη σὲ καίριες παρατηρήσεις σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική. Παρατηρήσεις, οἱ ὁποῖες παραμένουν ἐπίκαιρες καὶ μᾶλλον διαχρονικές.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν φορέας μιᾶς σπουδαίας καὶ ζωντανῆς, τότε, παραδόσεως: τῆς Κολλυβαδικῆς ἢ καλύτερα φιλοκαλικῆς. Τὸ μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὴ Σκιάθο, ὅπου πήγαινε ὁ Παπαδιαμάντης, ἦταν ἡ ὁρατὴ ἀλλὰ καὶ ζωντανὴ παρουσία ποὺ διασφάλιζε τὴν ἁγιορείτικη λειτουργικὴ παράδοση τῶν Κολλυβάδων πατέρων. Αὐτὴν τὴν παράδοση μεταφύτευσε ὁ Παπαδιαμάντης στὴν Ἀθήνα! Στὸ ναΰδριο τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, ὅπου τελοῦνταν τὶς μεγάλες γιορτὲς ἀγρυπνίες μέχρι πρωΐας, σύμφωνα μὲ τὶς τυπικὲς διατάξεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Σὲ αὐτὲς τὶς παννυχίδες ἔψαλλαν οἱ δύο Ἀλέξανδροι: Ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Μωραϊτίδης. Ἡ μαρτυρία τοῦ μουσικολόγου καὶ πρωτοψάλτου Κωνσταντίνου Ψάχου εἶναι ἰδιαίτερα σημαντική: «ἀμφότεροι δὲν ψάλλουσι πρὸς ἐπίδειξιν, ἀλλὰ ψάλλουσιν ἐκ συνειδήσεως διὰ νὰ προσευχηθῶσι καὶ νὰ ἐπικοινωνήσωσι μὲ τὸ θεῖον, μὲ πίστιν ἀληθῆ, ἡ ὁποία κατέστη ἐγγενὴς τοῦ πνεύματός των. Ὁ Παπαδιαμάντης γνωρίζει ἀπὸ στήθους ὅλα τα κείμενα, ὅπως καὶ τὴν μουσικὴν ὅλων τῶν κανόνων (ἐνν. τοῦ ὄρθρου), εἰς τοὺς ὁποίους προπάντων εἶναι ἀμίμητος. Εἶναι εἰδήμων τῶν τυπικῶν διατάξεων τῶν ἀγρυπνιῶν καὶ ὅλων ἐν γένει τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ψάλλει δὲ μὲ ὅλως ἀτομικόν του ἰδίωμα τοὺς πολυελέους τῶν Ἀγρυπνιῶν πάσης ἑορτῆς…». Τὸ γεγονὸς ὅτι -ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Κωνσταντῖνος Ψάχος- ὁ Παπαδιαμάντης γνωρίζει πάρα πολὺ καλὰ νὰ ψάλει τοὺς κανόνες καὶ τοὺς πολυελέους, ἀποδεικνύει τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση τῆς κολλυβαδικῆς παραδόσεως. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς σημερινὲς ψάλτες ἀγνοοῦν τὸ μέλος τῶν κανόνων καὶ τῶν πολυελέων - κυρίως αὐτῶν ποὺ ὀνομάζουμε «ἐκλογὴ» ἀπὸ τὸ ψαλτήρι τοῦ Δαβίδ. «Ἐν τῇ ἐκτελέσει τῶν μελῶν τούτων ὁ Παπαδιαμάντης ἦτο ἀμίμητος», ἀναφέρει ὁ Τσόκλης.
Ἐννοεῖται ὅτι οἱ ἐπιδράσεις ἀπὸ τὸ ἁγιορείτικο τυπικὸ -ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φανέρωσή τους στὴν πράξη- καταφαίνονται καὶ σὲ διηγήματα ποὺ ἔχουν ὡς σκηνικό τους ὄχι μόνο μοναστηριακοὺς χώρους, ἀλλὰ ἐκκλησίες καὶ ξωκλήσια τῆς Σκιάθου.
Σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες τοῦ Παπαδιαμάντη, στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα κυριαρχεῖ ἡ φθορὰ τοῦ πατροπαράδοτου ἤθους στὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ὄχι μόνο λόγω τῆς εἰσαγωγῆς τῆς τετραφωνίας σὲ κεντρικοὺς ναοὺς τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλὰ καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἄγνοιας, τῆς ἀμβλύνσεως τοῦ εὐλαβοῦς ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καὶ τῆς ἀδιαφορίας τῶν ὑπευθύνων. Οἱ ἀπόψεις τοῦ Παπαδιαμάντη γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα κάποιας αἰσθητικῆς προτίμησης. Ἡ εἰσαγωγὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ πιετισμοῦ καὶ τὴν ἐκκοσμίκευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης. Οἱ ἐπιχειρούμενοι νεωτερισμοὶ ἀλλοιώνουν τὸ πνεῦμα καὶ τὴν οὐσία τῆς παράδοσης διαστρέφουν τὸ ὀρθόδοξο βίωμα. Γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ καὶ ὑμνογραφία, ὁ λόγος καὶ τὸ μέλος, ὡς ἀδιάσπαστη ἑνότητα διδάσκουν καὶ θεολογοῦν μέσα ἀπὸ τὴ δική τους συμβολικὴ ἀποτύπωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας.
Ὅλα τα παραπάνω μπορεῖ νὰ ἐντοπίσει κανεὶς στὰ ἄρθρα τοῦ Παπαδιαμάντη γιὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Πρόκειται γιὰ ἕξι σειρὲς ἄρθρων, γραμμένες γιὰ ἀθηναϊκὲς ἐφημερίδες. Οἱ τέσσερεις σειρὲς δημοσιεύονται στὰ ΑΠΑΝΤΑ τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ ἔχει ἐπιμεληθεῖ ὁ γνωστὸς Φιλόλογος Νίκος Τριανταφυλλόπουλος. Φέρουν τοὺς τίτλους: Ἡ Ἑβδομὰς τῶν Ἁγίων Παθῶν (1877), Η Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομὰς (1881), Ἡ Μεγάλη Ἑβδομὰς ἐν Ἀθήναις (1887), καὶ μὲ τὸν ἴδιο τίτλο τὸ 1892.
Οἱ ἄλλες δύο σειρὲς ἐκδόθηκαν ἀπὸ τὸν φιλόλογο Φώτη Δημητρακόπουλο, καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ δημοσιεύτηκαν: ἡ πρώτη στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις τὸν Μάρτιο τοῦ 1893, ἡ δεύτερη στὴν ἐφημερίδα Ἐφημερὶς τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1894. Ὁ Φ. Δημητρακόπουλος στὸν σχολιασμὸ τῶν ἄρθρων αὐτῶν παρατηρεῖ: «Ὁπωσδήποτε, εἶναι εὔλογο νὰ ἀναμένει κανεὶς ὅτι δὲν εἶναι μόνο τα ἔτη 1892 καὶ 1893 ποὺ ἡ Ἀκρόπολις δημοσίευσε ἄρθρα τοῦ Παπαδιαμάντη γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τὸ θέμα χρειάζεται ἔρευνα» καὶ ἐπισημαίνει πὼς τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ 1900 δημοσιεύονται στὴν Ἑσπερινὴ ἀνυπόγραφα θρησκευτικὰ ἄρθρα ποὺ μὲ ἀσφάλεια μποροῦν νὰ ἀποδοθοῦν στὸν Παπαδιαμάντη.
Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς σειρὲς τῶν Μεγαλοβδομαδιάτικων ἄρθρων του ὁ Παπαδιαμάντης μὲ συνοπτικὸ τρόπο ἀναφέρει τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία κάθε μέρα, ἐπισημαίνει τὸ βαθύτερο νόημά του, παραθέτει - πολλὲς φορὲς αὐτούσια τροπάρια ἢ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα τῆς ἡμέρας, δὲν παραλείπει κάποιες ἱστορικὲς ἀναφορὲς ποὺ θεωρεῖ ἀπαραίτητες, καὶ βέβαια προβαίνει σὲ σημαντικὲς παρατηρήσεις γιὰ τὴν τυπικὴ διάταξη, τὴν μετρικὴ τῶν ὕμνων καὶ τὸ ἦθος τοῦ μέλους. Τέλος, καταγράφει συνήθειες -κυρίως ἀθηναϊκὲς- ποὺ ἐπικρατοῦσαν στοὺς ναοὺς κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος.
Ὁ λόγος του τὴν Μεγάλη Δευτέρα, προτρεπτικός: «…. κατανυσσόμενοι καὶ ἑνοῦντες τὴν φωνὴν τῆς ψυχῆς μᾶς εἰς τοὺς λυρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας ὕμνους τοὺς κατακηλοῦντας ἡμᾶς διὰ τῆς γλυκυτάτης βυζαντινῆς μούσης των, ἂς ἐνωτισθῶμεν τὴν μελαγχολικὴν κ᾿ ἐμπνέουσαν ἀκολουθίαν τοῦ Νυμφίου». Ὁ Παπαδιαμάντης στέκεται ἰδιαίτερα στὸ Τριώδιο τῆς Μεγάλης Δευτέρας, «Τῷ τὴν ἄβατον κυμαινομένην θάλασσαν», δηλαδὴ στὸν κανόνα ποὺ ἔχει τρεῖς ὠδὲς καὶ εἶναι ποίημα τοῦ «ὑψιπέτου» -ὅπως τὸν χαρακτηρίζει- Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ. Τὰ τροπάρια τοῦ κανόνος τὰ θεωρεῖ «κατανυκτικότατα καὶ τρυφερά, ἅτινα ἐν ἤχῳ ἀρμόζοντι ψάλλονται». Ὁ ἁρμόζων ἦχος ἐδῶ εἶναι ὁ δεύτερος. «Ἐν γένει, γράφει ὁ Παπαδιαμάντης, ὅλα τα τροπάρια εἶναι ἀμίμητου καλλονῆς καὶ μελωδίας, καὶ συνιστῶμεν νὰ προσέξωσιν οἱ φιλοχριστοι ἀναγνῶστες ὄχι διὰ τῶν ἐξωτερικῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, ἀλλὰ διὰ τῶν ὀμμάτων τῆς ψυχῆς ἐν καθαρῶ συνειδότι». Δηλαδή, αὐτὸ ὅπου ἔχει μεγαλύτερη σημασία δὲν εἶναι ὁ πιστὸς νὰ προσεγγίζει τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας διανοητικά, ἀλλὰ κυρίως βιωματικά. Δὲν ἔχει σημασία ἂν ὁ ψάλτης ἔχει ὁρισμένες τυπικὲς ἢ τεχνικὲς γνώσεις, ἀλλὰ τὸ αἴσθημα ποὺ ἐκφράζει. Καὶ τὸ ἦθος τοῦ μέλους ἐκπηγάζει ἀπὸ τὴν ψυχή.
Τὴν Μεγάλη Τρίτη στὸν Ὄρθρο ψάλλεται «τὸ Διώδιον τοῦ θεσπεσίου ποιητοῦ Κοσμᾶ», τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει βραχύτατα τροπάρια, ἀλλὰ περιεκτικὰ σὲ νοήματα ὑψηλὰ καὶ διδακτικά. Ἐδῶ ὁ Παπαδιαμάντης προβαίνει σὲ ἀπίθανες παρατηρήσεις περὶ τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς μετρικῆς καὶ τῆς σχέσεώς της μὲ τὴν ἐκκλησιαστική: «Καθὼς ἡ ρυθμοποιία τοῦ Πινδάρου καὶ τῶν ἄλλων χορικῶν της Δωρίου μούσης βαίνει κατὰ κῶλον, ἤτοι ἠμιστίχιον, καὶ οὐχὶ κατὰ στίχον, δεσπόζοντος μὲν τοῦ μέλους, ὑπουργοῦντος δὲ τοῦ ρυθμοῦ, οὕτω καὶ τῶν ἱερῶν ποιητῶν μας, ἀληθῶν ἐγκαλλωπισμάτων τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἡ ρυθμοποιία βαίνει κατὰ κῶλον, καὶ οὐχὶ κατὰ στίχον, διαφέρουσα μόνον τῆς πινδαρικῆς κατὰ τοῦτο, ὅτι βάσις τοῦ ρυθμοῦ εἶναι ὁ λογικὸς ἤτοι γραμματικὸς τόνος, καὶ ὄχι ἡ ἀπολεσθεῖσα ποσότης τῶν μακρῶν καὶ βραχέων. Καὶ ἡ λυρικὴ δὲ ποίησις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι χορική, καθὼς ἡ τῆς Δωρίου σχολῆς τῶν ἀρχαίων, καὶ οἱ εἱρμοὶ καὶ τὰ τροπάρια εἶναι αἱ στροφαὶ καὶ ἀντιστροφαί, καὶ ἡ καταβασία οὐδὲν ἄλλο εἶναι εἰμὴ ἡ ἐπωδὸς τῆς πινδαρικῆς ποιήσεως. Γράφονται δὲ τὰ τροπάρια κατὰ συνήθειαν ἐν συνεχεία καὶ ἰσότητι γραμμῶν…, τῆς στίξεως γενομένης οὐχὶ κατ᾿ ἔννοιαν, ἀλλὰ κατὰ ρυθμὸν καὶ μέλος». Οἱ παρατηρήσεις αὐτὲς φανερώνουν πόσο ὁ Παπαδιαμάντης γνώριζε καλὰ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ποίηση καὶ θεωροῦσε ὅτι συνέχειά της εἶναι ἡ ποίηση τῆς Ἐκκλησίας. Σ᾿ ἕνα ἄλλο κείμενό του ποὺ διερευνᾶ τὴν σχέση ἀρχαίας ἑλληνικῆς καὶ βυζαντινῆς μουσικῆς, ἀποφαίνεται μὲ κατηγορηματικότητα. Καί, θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι καὶ σύγχρονη μουσικολογικὴ ἔρευνα τὸν δικαιώνει: «Ἡ Βυζαντινὴ μουσικὴ εἶναι τόσον Ἑλληνικὴ ὅσον πρέπει νὰ εἶναι. Οὔτε ἡμεῖς τὴν θέλομεν, οὔτε τὴν φανταζόμεθα, ὡς αὐτὴν τὴν μουσικὴν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ἂλλ᾿ εἶναι ἡ μόνη γνησία καὶ ἡ μόνη ὑπάρχουσα. Καὶ δὶ᾿ ἡμᾶς, ἐὰν δὲν εἶναι ἡ μουσικὴ τῶν Ἑλλήνων, εἶναι ἡ μουσικὴ τῶν Ἀγγέλων».
Τὴν Μεγάλη Τετάρτη στὸν ὄρθρο «ψάλλεται ἀργῶς καὶ μετὰ μέλους τὸ πλῆρες βαθείας ποιήσεως ἐκκλησιαστικῆς τροπάριον τῆς Κασσιανῆς, τὸ εὐωδέστερον ἴσως ἄνθος τῆς Βυζαντίδος μούσης», σημειώνει ὁ Παπαδιαμάντης. Καὶ ἐξηγεῖ ὅτι «μέλος ἡμεῖς ἐννοοῦμεν τὸ Βυζαντινόν, διότι ἡ ποίησις καὶ ὁ ρυθμὸς αὐτὸς τοῦ τροπαρίου… ἔχει τονισθεῖ ὑπὸ ἀρχαιοτάτου μουσικοσυνθέτου, συνδυάσαντος τὸν ρυθμὸν τῶν στίχων μὲ τοῦ μέλους τὴν ἀφελῆ χάριν. Δὲν χωρεῖ λοιπὸν εἰς ταῦτα οὐδεὶς νεωτερισμός, οὐδεμία καινοτομία τετραφωνικὴ ἢ πολυφωνία, ὡς τὴν σήμερον ἀποπειρῶνται τοῦτο καινοτόμοι τινές. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τονίσῃ τις σήμερον αὐτὸ καλλίτερον ἢ ὁ ποιητὴς τοῦ τροπαρίου ὁ καὶ μελοποιὸς τυγχάνων. Ὥστε κατὰ τὰς ἡμέρας τουλάχιστον ταύτας ἄφετε τὴν μονοφωνίαν τῆς Βυζαντινῆς καὶ μὴ μιγνύετε ἐν αὐτῇ ξενισμούς, οἵτινες δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ αὐτόχρημα βεβήλωσις τοῦ ἁγνοῦ θρησκευτικοῦ βυζαντινοῦ μέλους». Ὁ Παπαδιαμάντης ἐδῶ ἀναδεικνύεται ὑπέρμαχος τῆς μονόφωνης ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, καταδικάζοντας ὁποιαδήποτε ἀπόπειρα καινοτομίας. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ἐπειδὴ γνωρίζει τὴν ἔλλειψη τοῦ ἀρχετύπου μέλους, δηλαδὴ τοῦ μέλους τῆς Κασσιανῆς, σημειώνει: «προτιμᾶται καὶ σχετικῶς τελειοτέρα λογίζεται τοῦ ἀρχαιοτέρου τονίσαντος μουσικοῦ ἡ περισωζομένη σύνθεσις». Κάτι ποὺ συμβαίνει ἐν πολλοῖς καὶ κατ᾿ ἀναλογίαν στὶς μέρες μας, καθὼς ἐπικράτησε νὰ ψάλλεται ἡ μουσικὴ σύνθεσις τοῦ τροπαρίου ἀπὸ τὸν Πέτρο τὸν Πελοποννήσιο, Λαμπαδάριο τῆς Μ.τ.Χ.Ε. περὶ τὰ μέσα 18ου αἰώνα. Γι᾿ αὐτὸ προβαίνει καὶ σὲ δύο καίριες ἐπισημάνσεις ποὺ ἀφοροῦν στοὺς ψάλτες τῆς ἐποχῆς του, καὶ ὄχι μόνο… Σημειώνει ὅτι τὸ «περιλάλητον ἰδιόμελον Κασσιανὴς μοναχῆς… οἱ πολλοὶ τῶν ἐν Ἀθήναις ψαλτῶν καλῶς ἐν γένει φιλοτιμοῦνται νὰ μέλπωσιν, ὡς καὶ πᾶν ὅ,τι ἀπὸ διφθέρας ψάλλουσιν. Τὰ ποιητικώτατα ὅμως καὶ μελωδικότατα τριώδια τοῦ ἱεροῦ Κοσμᾶ, δὲν ἠξίωσαν ποτὲ νὰ μελετήσωσιν, ἀταλαιπώρως ἔχοντες καὶ ὀλιγώρως πρὸς τὰ τοιαῦτα». Δηλαδή, μπορεῖ οἱ ψάλτες νὰ ἀποδίδουν τὸ περίτεχνο καὶ μακροσκελὲς τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, ἀλλὰ ἀδυνατοῦν νὰ ἑρμηνεύουν ὅμως πρέπει τοὺς κανόνες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ποὺ εἶναι μέλη συλλαβικά. Ὁ ἀπαράμιλλος γνώστης τῶν κανόνων, ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος, ὀνειδίζει ἔτσι τὴν ὀλιγωρία τῶν ψαλτῶν σὲ σχέση μὲ τὸ λαμπρὸ αὐτὸ ποιητικὸ εἶδος. Κι ἀκόμα διαπιστώνει μὲ θλίψη ὅτι τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς «δυστυχῶς δὲν ψάλλεται παντοῦ, ὡς δεῖ, κατανυκτικῶς, ἀλλὰ φωναῖς ἀτάκτοις!» Προφανῶς ἐδῶ ὁ Παπαδιαμάντης μεταφέρει σὲ μία μόνο φράση τὸν 75ο κανόνα τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «μήτε βοαῖς ἀτάκτοις κεχρῆσθαι καὶ τὴν φύσιν πρὸς κραυγὴν ἐκβιάζεσθαι … ἀλλὰ μετὰ πολλῆς προσοχῆς καὶ κατανύξεως τὰ ψαλμωδίας προσάγειν τῷ τῶν κρυπτῶν ἐφόρω Θεῷ».
Στὸν ὄρθρο τῆς Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται πλήρης κανόνας, ποίημα καὶ αὐτὸς τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ, ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ. Ὁ Παπαδιαμάντης, ὁ ὁποῖος ἑλκύεται ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸ ποιητικὸ αὐτὸ εἶδος, παραθέτει μία σύντομη ἀνάλυση τοῦ κανόνος. Ὅταν φτάνει στὴν ἑβδόμη ᾠδή, παρατηρεῖ ὅτι «τὸ πρῶτον μετὰ τὸν εἱρμὸν τροπάριον ταύτης, «Νευστάζων κάραν Ἰούδας, κακὰ προβλέπων», ἠρανίσθη ὁ μελωδὸς ἐκ τοῦ Ὁμηρικοῦ στίχου τῆς Ὀδυσσείας: «Νευστάζων κεφαλήν, δὴ γὰρ κακὸν ὄσσετο θυμῷ.» Προφανῶς, ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει ὑπόψιν τοῦ τὴν σχετικὴ ἑρμηνεία τοῦ τροπαρίου ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος στὸ Ἑορτοδρόμιόν του γράφει: «τὴν ἀρχὴν τοῦ τροπαρίου κλέπτει ἀπὸ τὸ Σ, τῆς Ὀδυσσείας· ἐκεῖ γὰρ εἰσάγει ὁ Ποιητὴς τὸν Ὀδυσσέα, ὅτι ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον του, ὡς ἕνας ξένος καὶ πτωχός, καὶ ὅτι ὕβρισεν ἕνα ἀπὸ τοὺς μνηστήρας τῆς Γυναικὸς τοῦ Πηνελόπης Ἀμφινόμον ὀνομαζόμενον· ὁ δὲ Ἀμφινόμος ἐκεῖνος, θυμωθεῖς διὰ τὰς ὕβρεις, ἀνεχώρησε νεύων τὴν κεφαλήν του, καὶ κακὰ μελετῶν κατὰ τοῦ Ὀδυσσέως». Αὐτὰ λοιπὸν τὰ ὁμηρικὰ λόγια «Νευστάζων κεφαλήν· δὴ γὰρ κακὸν ὄσσετο θυμῷ», μεταφέρει ὁ μελωδὸς στὸν νέο Ἀμφινόμο, τὸν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος «νευστάζων κάραν, κακὰ προβλέπων ἐκίνησεν, εὐκαιρίαν ζητῶν παραδοῦναι τὸν Κριτῶν εἰς κατάκρισιν». Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης γνωρίζει τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη δὲν εἶναι δυσεξήγητο, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς κολλυβαδικῆς, δηλ. φιλοκαλικῆς ἀναγεννήσεως, τῆς ὁποίας μέτοχος ὑπῆρξε ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια ὁ Παπαδιαμάντης.
Στὸ τέλος τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται τὸ ἰδιόμελον «Μυσταγωγῶν σου, Κύριε, τοὺς μαθητάς…», τὸ ὁποῖο, σημειώνει ὁ Παπαδιαμάντης, περιέχει «κάλλος τρυφερὸν καὶ ὕψος ἀληθείας. Ὁ ἦχος εἰς ὃν ψάλλεται τὸ τροπάριον τοῦτον, ὅστις εἶναι ὁ πλάγιος του πρώτου, τὸ καθιστὰ ἔτι τρυφερώτερον καὶ μελωδικώτερον». Σὲ ἄλλο ἄρθρο του γιὰ τὴν Μ. Τετάρτη τὸ χαρακτηρίζει «περιπαθὲς καὶ κατανυκτικόν».
Τὴν Μεγάλη Πέμπτη τελεῖται ἡ θεία λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, ἡ ὁποία διακρίνεται ἀπὸ τὴν συνήθη του ἱεροῦ Χρυσοστόμου, λόγω τοῦ μήκους τῶν εὐχῶν, καὶ γι᾿ αὐτὸ ψάλλονται ἀργὰ ὁ ἐπινίκιος ὕμνος «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος», τὸ «Ἀμήν», τὸ «Σὲ ὑμνοῦμεν» καὶ τὸ «Ἐπὶ σοὶ χαίρει». Ὁ Παπαδιαμάντης παρατηρεῖ ὅτι «τὰ ἀργὰ ταῦτα μέλη, ἀρχαιότατα καὶ σεμνότατα ὄντα, ἐμπνέουσι τοῖς ἀκροατοῖς μέγαν σεβασμόν”. Πρέπει ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ τὰ μέλη τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου, πολλὰ μέλη τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος φέρουν στὰ μουσικὰ χειρόγραφα τὴν ἔνδειξη «μέλος ἀρχαῖον». Καὶ αὐτὸ τὸ μέλος μᾶς πηγαίνει πολὺ πίσω καὶ μᾶς συνδέει μὲ ἤχους κι ἐποχὲς βυζαντινές, ἴσως καὶ πρωτοχριστιανικές, καθὼς πολλὰ στοιχεῖα τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας διασώζονται μέχρι σήμερα στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὅπως π.χ. τὰ ἀντίφωνα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς.
Ὁ Παπαδιαμάντης περιγράφει μὲ ἔνθεο ζῆλο τὴν μοναδικότητα τῆς Ἀκολουθίας τῶν Παθῶν: “Ἀλλὰ μετὰ προσοχῆς παρακολουθήσατε τοὺς ἀπαραμίλλους των μελωδῶν ὕμνους ψαλλομένους ἐξόχως κατανυκτικά, οἵτινες καὶ ὡς ποίησις καὶ ὡς μέλος θὰ παραμείνωσιν ἐσαεὶ ἀθάνατα μνημεῖα τῆς Βυζαντίδος μούσης. Ἡ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ἀκολουθία εἶνε ἡ μόνη ἥτις περιλαμβάνει τόσην ποικιλίαν τροπαρίων ἁρμονικῶς καὶ μετὰ σπανίας χάριτος ἐναλλασσομένων τῶν ὀκτὼ ἤχων, οἵτινες ὅλοι ἀπόψε ψάλλουσιν ἐκθάμβως καὶ ἐπηρμένως ὑπὲρ τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς τὸν πειστικώτερον τῶν ρητορικῶν λόγων. Τὰ λεγόμενα Ἀντίφωνα σεμνοπρεπῆ καὶ κατανύττοντα, ἀναφερόμενα δὲ εἰς τὰ Πάθη τοῦ Σωτῆρος καθιστῶσι μελωδικωτάτην καὶ λίαν ἐπαγωγὸν τὴν ἀκολουθίαν ταύτην, δεξιώτατα ποικίλλοντα εἰς ρυθμοὺς καὶ ἤχους καὶ μεταπίπτοντα ἐν μαγευτικῇ ἀντιθέσει ἀπὸ τοῦ χρωματικοῦ εἰς τὸ διατονικόν.» Ἐξαισία καὶ παθητικωτάτη ἡ ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Παθῶν. Αὐτὴ ἡ ἀκολουθία εἶναι γνωστὴ στὸ λαὸ ὡς ἡ ἀκολουθία ποὺ διαβάζονται «τὰ δώδεκα Εὐαγγέλια». Πῶς ὅμως διαβάζονται καὶ αὐτὲς καὶ οἱ ὑπόλοιπες εὐαγγελικὲς περικοπὲς τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος;
Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι πεπεισμένος ὅτι ἕνας τρόπος ὑπάρχει. Αὐτὸς τῆς ἐμμελοῦς ἀπαγγελίας. «Ὁ λογαοιδικὸς οὗτος τρόπος τῆς ἀπαγγελίας, εἶναι ἀρχαιότατος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ εἶναι γνησίως Ἑλληνικός, ὅπως φαίνεται καὶ εἰς τὰ παλαιὰ δράματα… Ὁ τρόπος οὗτος τῆς ἀπαγγελίας, διὰ τῆς παρατάσεως ὅλων μὲν τῶν συλλαβῶν, ἀλλὰ μάλιστα τῆς καταλήξεως ἑκάστης περιόδου ἢ ἑκάστου κώλου, σημαίνει καὶ μιμεῖται τὸ κήρυγμα, ἤτοι τὴν φωνὴν τοῦ κήρυκος, καὶ ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει». Ἐθίζεται δὲ ν᾿ ἀπαγγέλληται ὁ Ἀπόστολος μετά τινος ποικιλίας τόνων καὶ φθόγγων, τὸ δὲ Εὐαγγέλιον ἁπλούστερον καὶ ὅλως ἀπερίττως». Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Παπαδιαμάντη ἐμφανίσθηκαν κάποιοι «καινοτόμοι» ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι «κατήργησαν αὐθαιρέτως τὸν λογαοιδικὸν τρόπον καὶ ἀπαγγέλλουσιν τὰς περικοπᾶς τῶν θείων ρημάτων δι᾿ ἁπλῆς ἀναγνώσεως». Ὁ Παπαδιαμάντης ἐμφανίζεται ἀπόλυτος: «Εἰς τοὺς τοιούτους ἱερεῖς πρέπει ν᾿ ἀπαγορευθῇ ἁρμοδίως ἡ καινοτομία αὕτη». Δυστυχῶς στὶς μέρες μᾶς τείνει νὰ χαθεῖ ἡ ἀρχαιοπρεπὴς ἐμμελὴς ἀπαγγελία τῶν ἀναγνωσμάτων καὶ ἐπικρατοῦν οἱ δύο ἀκραῖες τάσεις: εἴτε ἡ ξηρὴ ἀνάγνωση εἴτε ἡ ἐξεζητημένη ψαλμώδησις τῶν ἀναγνωσμάτων. Μορφὲς ποὺ παραμορφώνουν τὸ κλίμα τῆς Μ. Ἑβδομάδος καὶ παραποιοῦν τὸ ἦθος τῶν ἀκολουθιῶν.
«Ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος-ὄρθρος τοῦ Μ. Σαββάτου-εἶναι ἐλεγειακὴ οὕτως εἰπεῖν ἐκκλησιαστικὴ ποίησις-σημειώνει ὁ Παπαδιαμάντης-ἅπασα ἡ ἀκολουθία περιπαθὴς λίαν καὶ τὸ ἐν τροπάριον συγκινητικώτερον τοῦ ἄλλου. Ὁποῖον πάθος εἰς τὰ θρηνώδη ἐγκώμια, ὁποία λυρικὴ δύναμις ἐν αὐτοῖς συγκινοῦσα μέχρι ἐνδομύχων τὸν ἄνθρωπον!». Ἡ ποίησις καὶ ἡ μελωδία τους εἶναι ἀμίμητη! Ὁ Παπαδιαμάντης ξεχωρίζει καὶ πάλι τὸν κανόνα ποὺ εἶναι γνωστὸς ἀπὸ τὶς δυὸ πρῶτες λέξεις τοῦ εἱρμοῦ: «Κύματι θαλάσσης». Τὸν θεωρεῖ «κελάδημα ποιητικώτατον» «ἐν τῶν περικαλλεστάτων τῆς Ἐκκλησίας μουσουργημάτων». Και ἐπειδὴ ὁ κανόνας αὐτὸς εἶναι ποίημα τριῶν ὑμνογράφων: τῆς Κασσιανῆς, τοῦ Κοσμᾶ Μαϊουμᾶ καὶ τοῦ Μάρκου ἐπισκόπου Ὑδροῦντος, ὁ Παπαδιαμάντης ἀφιερώνει μεγάλο μέρος ἑνὸς ἄρθρου του γιὰ νὰ διερευνήσει τὴν πατρότητα τῶν ὠδῶν. «Ὁ πένθιμος ἦχος, ὁ πλ. β´, εἰς ὃν εἶναι τονισμένα τὰ τροπάρια ταῦτα, καθιστῶσιν αὐτὰ θρηνώδη λίαν καὶ περιπαθέστατα, ψαλλόμενα μάλιστα ἀπὸ καλὸν ψάλτην», ἐπισημαίνει ὁ Παπαδιαμάντης, ὑπαινισσόμενος ἔτσι, καὶ πάλι, τὴν ἀδεξιότητα τῶν ψαλτῶν σχετικὰ μὲ τὴν ἑρμηνεία τῶν κανόνων.
Ὁ Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζει τοὺς ὕμνους τοῦ Ἐπιταφίου ὡς «παθητικὰ ἄσματα». Ἀκριβῶς διότι βιώνει τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου: «ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται». Καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο πάσχει καὶ ἡ κτίσις «ἐν Σταυρῷ καθορῶσα τὸν Κύριον». Στὸ διήγημά του «Παιδικὴ Πασχαλιὰ» ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος περιγράφει τὴν συμμετοχὴ τῆς φύσης μὲ τοὺς θεσπέσιους ἤχους τῆς κατὰ τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου: «Καὶ ἡ αὔρα πραεία ἐκίνει ἠρέμα τους πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβήνῃ, καὶ ἡ ἄνοιξις ἔπεμπε τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ Ταφέντα, ὡς νὰ συνέψαλλε καὶ αὐτὴ «ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπαναλάμβανε «οἶμοι! γλυκύτατε Ἰησοῦ!»
Οἱ ὕμνοι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ὅπως τοὺς θέλει ἡ Ἐκκλησία καὶ τοὺς περιγράφει ὁ Παπαδιαμάντης, εἶναι γλυκεῖς, χωρὶς νὰ διέπονται ἀπὸ ὁποιονδήποτε συναισθηματισμό. Εἶναι ἀβίαστοι ρυθμοῦ καὶ μέλους, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν ἀπαιτοῦν τὴν δέουσα προσοχὴ ἀπὸ τοὺς ψάλτες γιὰ τὴν καλύτερη δυνατὴ ἑρμηνεία. Εἶναι περιπαθεῖς, χωρὶς βέβαια νὰ ἐξάπτουν τὰ γήϊνα πάθη, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως διεγείρουν πρὸς πόθον τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ποιητικότατοι, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶναι θεόπνευστοι.
Ἡ ἀναφορά μας στὸ μέλος τῆς Μ. Ἑβδομάδος κατὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη προσπαθεῖ νὰ ἀποκαλύψει τὸ «κεκρυμμένον μέλος». Ὄχι τὸ ἀγοραῖον, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ περιφέρεται συνήθως στὰ τηλεοπτικὰ κανάλια καὶ ἀποτελεῖ εἶδος πρὸς κατανάλωσιν. Δυστυχῶς, κατακλυζόμαστε τὶς ἡμέρες αὐτὲς ἀπὸ τραγουδιστὲς καὶ ψάλτες, οἱ ὁποῖοι περιφέρουν στὰ ΜΜΕ μία ἄσαρκη, ἄηχη, μὴ ἔχουσα εἶδος οὐδὲ κάλλος μελωδία, ἡ ὁποία οὐδεμία σχέση ἔχει μὲ τὸ ἦθος τῆς Μ. Ἑβδομάδος. Ἔγινε πλέον τῆς μόδας οἱ πιὸ γνωστὲς μεγαλοβδομαδικὲς μελωδίες νὰ ἀποδίδονται μὲ ὄργανα, παραδοσιακὰ καὶ ἄλλα ἐπιδιώκοντας νὰ δώσουν μίαν ἄλλη διάσταση -ὅπως λένε- στὴν Βυζαντινὴ μουσική. Ὅμως ἡ αὐτὴ ἡ μουσικὴ ἀπὸ τὴ φύση της εἶναι λειτουργικὴ καὶ ὄχι μουσικὴ ἀκροάματος. Διακονεῖ τὸ μυστήριο τοῦ ἔνσαρκου Λόγου, ἐπενδύοντας τὸν Θεολογικὸ λόγο, γιὰ νὰ μπορεῖ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ «πλέκει» στὸν Θεὸ Λόγο «ἐκ λόγων μελωδίαν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν βρῆκαν στὴν Ὀρθόδοξη λατρεία ποτὲ θέση τὰ μουσικὰ ὄργανα. Στὴν Ἐκκλησία, «ὄργανο» γλυκύφθογγο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ὁ πιστός, μὲ τὴν καθαρὴ καρδιά του. «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ψαλτήριον γενόμενος», λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Ὁ Παπαδιαμάντης σημειώνει σ᾿ ἕνα ἄρθρο του γιὰ τὸ Μεγάλο Σάββατο: «Εἰς τινὰς ναοὺς τῶν ἡμετέρων κοινοτήτων ἀνὰ τὴν Εὐρώπην, ἀκούω ὅτι καὶ βιολία ὑπὸ γυναικῶν κρουόμενα εὐρίσκουσι χῶρον εἰς τὰς λειτουργίας … Ἀλλὰ ἡ παραδεδεγμένη ἑρμηνεία πολλῶν χωρίων τῆς Π. καὶ τῆς Κ.Δ. εἶναι ἀλληγορική, τὸ δὲ «ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνῳ», ἴδε πὼς τὸ ἑρμηνεύει ἡ Ἐκκλησία: «Ἐν κυμβάλοις χείλεσιν ἁγνοῖς, μουσικῇ τε καρδίας φόρμιγγι, ἐν εὐήχῳ σάλπιγγι ὑψηλῆς διανοίας …». Ἄρα πρέπει νὰ μὴ χαθεῖ ἡ λεπτὴ ἰσορροπία: Ἡ γλυκύτητα τῆς μουσικῆς νὰ μὴν καταλήγει στὸν ἐρεθισμὸ τῶν παθημάτων καὶ τὸν μετεωρισμό, ἀλλὰ στὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἡδονὴ τοῦ συναισθήματος καὶ στὴν ἀναζήτηση τοῦ θείου ἐκείνου ἄσματος, τὸ ὁποῖο «τῆς γῆς ἁπαλλάττει, καὶ τῶν τοῦ σώματος ἀπολύει δεσμῶν καὶ φιλοσοφεῖν ποιεῖ».
Ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στὶς πληροφορίες τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων μας, πολὺ εὔκολα ὁδηγούμαστε στὴν πλάνη καὶ τὴν οἴηση, ἐφ᾿ ὅσον ἔχουμε τὴ σιγουριὰ ὅτι κατέχουμε τὴν ἀλήθεια. Ἔτσι γινόμαστε «οἰηματίες μουσικοί», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Παπαδιαμάντη.
«Ἡ μουσικὴ εἶναι ἐλευθερία καὶ καταφύγιο: ὄχι αὐθαιρεσία καὶ οἴηση. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑψώνει τὸ δικό του (τὸν δικό του πόνο, τὴ δική του χαρά, τὴ δική του ἀξία) καταστρέφοντας τὴν ἰσορροπία μὲ τοὺς ἄλλους καὶ μὲ τὸν κόσμο, δὲν ἐννοεῖ τὴν βαθύτερη φωνὴ τῆς μουσικής». Καὶ ὁ οἰηματίας μουσικὸς γιὰ νὰ προβάλλει τὸ δικό του, ἐπικαλεῖται καὶ τὴν παράδοση, μὲ τὴν ὁποία φυσικὰ οὐδεμία σχέση ἔχει. «Σὰν λείψει ἡ ἀλήθεια, λέει ὁ Κόντογλου, ἡ ψυχὴ πεθαίνει ἀπὸ τὴν φωτιά, μ᾿ ὅλο ποὺ κάνει τὸν ζωντανὸ μὲ ξιπασμένα καμώματα».
Τὸ μέλος τῶν ὕμνων τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν περιρρέουσα μουσικὴ ἀτμόσφαιρα. Τὰ ἀληθινὰ κριτήρια ἔχουν χαθεῖ, καὶ ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης εἶναι κάθε φορᾶ ἐπὶ θύραις. Τὰ ἀκούσματα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὅπως ξεπροβάλλουν γύρω μας, εἶναι θορυβώδη, σὰν τὶς μηχανὲς καὶ τὰ μεγάφωνα τῶν ναῶν. Δὲν ἔχουν τίποτα ἀπὸ τὴ χαρμολύπη ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρίζει τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Γι᾿ αὐτὸ περνᾶνε καὶ φεύγουν. Δὲν μποροῦν νὰ μᾶς ἀγγίξουν ἐσωτερικά. Ὅμως οἱ ὕμνοι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος σαρκώνουν τὴ χαρμολύπη. Εἶναι πένθιμοι οἱ φαιδροὶ μαζί, γιατί τὸ πένθος ταιριάζει στὴν ὡραιότητα. Ἔτσι, στὸ Μυρολόγι τῆς φώκιας, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Παπαδιαμάντης περιγράφει ἕνα βασίλεμα τοῦ ἥλιου σχεδὸν δοξαστικὸ πάνω στὰ πάλλευκα μνήματα ποὺ λάμπουν, ἡ γριὰ-Λούκαινα «μὲ ψίθυρον φωνὴν ἔμελπεν ἓν πένθιμον βαθὺ μυρολόγι …». Μὲ δεδομένη, ἐδῶ, τὴν ἀρχικὴ σημασία τοῦ ρήματος «μέλπω» ποὺ εἶναι τραγουδῶ, ὑμνῶν μὲ τραγούδι καὶ χορό. Αὐτὸ εἶναι τὸ μέλος τῶν ὕμνων τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας: μία ἀπρόσμενη συμφωνία τοῦ θρήνου καὶ τοῦ πένθους μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀνάστασης. «Τότε ἡ μουσικὴ καταλήγει σὲ μίαν ἐσωτερικὴ ἁρμονία ποὺ δὲν σκορπίζει τὸν ἄνθρωπο. Τοῦ δίνει τὴ δύναμη ν᾿ ἀνέβει πάλι στὸν ἐπάνω κόσμο· ὑπομένει, ἀντέχει, σηκώνει τὸ φορτίο του καὶ περιμένει πορευόμενος. Ἡ μουσική του εἶναι προανάκρουσμα τῆς ἐπερχόμενης αὐγῆς, δὲ χάνεται στὴ νύχτα, ἂν καὶ πρέπει νὰ περάσει μέσα ἀπ᾿ αὐτή. Εἶναι ἡ μουσικὴ τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ἡ λεπτὴ αὔρα ποὺ ἀπὸ τὰ χείλη του ἀνεβαίνει τὴν κλίμακα τοῦ «ἄνω βυθοῦ». Καὶ αὐτὴ ἡ ἀνάβαση ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν μουσικὴ τελειότητα τῆς ἁρμονίας τοῦ ἠδύτατου μέλους, στὴν ἄφθογγο τελειότητα τῆς ἁρμονίας τῶν προσώπων, τὴν ὁποία ἐπιτυγχάνει ἡ ἄρρητος μουσικὴ τῆς ἀγάπης.