Τὸ ταξίδι
ΤΡΙΑΝΤΑ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ φτάνω
ἀπὸ τὸ νησὶ σ’ αὐτὴ τὴν πόλη. Καὶ εἶναι πάντα νύχτα. Ἀποβιβάζομαι
στὸ λιμάνι ἀχάραγα – ὁλομόναχος.
Τὸ πούσι
σφίγγει τὰ σκοτάδια ἀπὸ παντοῦ καὶ δὲν ἀκούγεται ἦχος. Δίπλα στὰ πόδια
μου μία βαλίτσα ἀσφαλισμένη μὲ σχοινί. Κρυώνω καὶ ἀνησυχῶ – δὲ φαίνεται
ἄνθρωπος καὶ τὸ καράβι, ποὺ ταξίδευα, χαμένο στὴ θολούρα. Βαριὰ σιωπή,
ὅπως στῆς θάλασσας τὸν πάτο. Μαζεύομαι σὲ μιὰ γωνία· παρηγοριέμαι
ὅτι ὅπου νά ’ναι θὰ ξυπνήσω, φωνάζω δυνατά, μὰ δὲν ἀκούω τὴ μιλιά
μου. Ἡ ὥρα περνᾶ· μουδιάζουνε τὰ δάχτυλά μου. Μοῦ φαίνεται πὼς τὸ ποστάλι
ἔχει βουλιάξει καὶ εἶμαι πιὰ πνιγμένος, κι ὅμως φοβᾶμαι, σκέφτομαι ἀκόμα,
κι ἀνασαίνω. Μόνος, σὲ ξένο τόπο μὲς στὴ νύχτα…
Τότε, στὸ
βάθος, ἀπὸ ἕνα ἄνοιγμα τῆς ὁμίχλης, βλέπω νὰ ἀναδύονται σκιὲς γερόντων
ποὺ βαδίζουν, δίχως νὰ πατοῦν στὴ γῆ – σεβάσμιες μορφές· οἰκεῖοι ὡστόσο
ἄγνωστοι, στὰ κάτασπρα ντυμένοι. Γλιστρᾶνε δίπλα μου καὶ προσπερνοῦν
—κάποιοι χαμογελοῦν, ἄλλοι σουφρώνουνε τὰ χείλη— ὅμως προφταίνουν
κι ἀκουμποῦν μὲ ἀνεπαίσθητες κινήσεις δίπλα μου σημάδια ἀναγνωρισμοῦ:
ἱστορίες τῆς θάλασσας, τραγούδια γιὰ ἁρματωμένες βάρκες μὲ σαράντα
δυὸ κουπιὰ καὶ παραμύθια ἐρωτικὰ γιὰ κωλοσοῦσες κουνιστές, ποὺ
τράνταζαν τοὺς χειμῶνες μὲ τὶς μακριὲς οὐρές τους. Λίγο πιὸ πέρα ὑψώνονται,
δίχως νὰ κάνουν κάποια κίνηση, σὰν γλάροι ἀπὸ τὸ ρεῦμα τοῦ γιαλοῦ, καὶ
χάνονται πάλι στὸ σκοτάδι. Δὲ στέκονται —παρ’ ὅλες τὶς παρακλήσεις
μου— κι οὔτε μιλᾶ κανείς.
Ὅμως ὁ τελευταῖος
κοντοστέκεται. Χαμογελᾶ. Ρωτᾶ ἂν τὸν θυμᾶμαι. Δὲν τὸν γνωρίζω, ἀλλὰ
δὲν τολμῶ νὰ τὸ ὁμολογήσω. Φοβᾶμαι πὼς θὰ ἀπογοητευτεῖ καὶ θὰ τὸν
χάσω. Ποῦ εἴμαστε; Ρωτῶ. Διστάζει νὰ ἀπαντήσει, ξεροκαταπίνει. Ἔπειτα
σκύβει πρὸς τὸ μέρος μου καὶ ψιθυρίζει: Ἤρθαμε νὰ σ’ ἀποχαιρετήσουμε.
Καὶ ποιοί εἴσαστε ἐσεῖς; Αὐτοὶ ποὺ θὰ ξεχάσεις. Καὶ πίσω ἀπὸ τὴ θολούρα
τί ὑπάρχει; Κουνάει τὸ κεφάλι του: Μεγάλωσες, φουκαριάρικο, γι’ αὐτὸ
δὲ βλέπεις… Μονάχα τὰ παιδιὰ μποροῦν, κι ἤρθαμε γιὰ νὰ σὲ βοηθήσουμε.
Ποῦ εἶμαι, μάστορα; Μὴ νοιάζεσαι· μ’ ἔστειλε ὁ παππούλης σου. Καὶ
τί σοῦ εἶπε; Νὰ πάρεις τὸ μεγάλο, ἴσιο δρόμο, μόλις ξημερώσει καὶ νά
’χεις πάντοτε στὰ μάτια σου τὴ θάλασσα· ἔτσι παρήγγειλε. Κι ὕστερα;
Ὕστερα… Κόμπιασε, σήκωσε τοὺς ὤμους καὶ μουρμούρισε: Δὲν προχωρήσαμε
πιὸ πέρα ἐμεῖς, ψυχή μου, καὶ δὲν ξέρουμε…
Δὲν προλαβαίνει
νὰ ὁλοκληρώσει αὐτὴ τὴ φράση σὲ κανένα ὄνειρο. Ζαρώνει λὲς καὶ τὸν
μαλώνει ἀνάκουστη φωνή, ποὺ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ ἀντιληφθῶ. Φεύγει
πρὸς τὴ μεριὰ ποὺ χάθηκαν οἱ ἄλλοι. Κάνω ἕνα δυὸ βήματα σὲ μιὰ προσπάθεια
νὰ τὸν ἀκολουθήσω, μὰ ἔχει ἤδη ἐξαφανιστεῖ. Φωνάζω κάθε νύχτα… Τίποτα.
Πάλι μόνος.
Χαράζει. Μεριὲς μεριὲς τὸ φῶς τρυπάει τὴν ὁμίχλη. Διακρίνω περιγράμματα
οἰκημάτων, σκούρους ὄγκους. Βρίσκομαι στὴν ἀποβάθρα κάποιου ἄγνωστου
σὲ μένα λιμανιοῦ – ἀκούγονται κύματα ποὺ σπάζουν, ὅμως ἡ θάλασσα δὲ
φαίνεται.
Ξημερώνει.
Πίσω ἀπὸ κτήρια ψηλὰ ἐμφανίζεται ὁ ἥλιος —κύκλος θολὸς καὶ παγωμένος—
καθαρίζοντας λίγο ἀκόμα τὸ τοπίο. Βλέπω καράβια: κάποια στὰ ντόκια
κι ἄλλα φουνταρισμένα στ’ ἀνοιχτὰ – σκαριὰ μεγάλα. Πλησιάζω στὸ μουράγιο.
Εἶναι φορτηγά, ποστάλια, ρυμουλκὰ παλιά, δεμένα χρόνια. Τὸ εἴδωλό
τους πέφτει στὰ βρόμικα νερὰ τοῦ λιμανιοῦ καὶ μένει ἀκίνητο, ἀσάλευτο
—δὲν ἀκολουθεῖ τὸ ἀνέβασμα τῆς θάλασσας— οἱ ἄκρες ἀπὸ τ’ ἄρμπουρα
κι οἱ τσιμινιέρες τους δὲ σπάζουνε στὸ λύγισμα τῶν κυμάτων.
Τριάντα τόσα
χρόνια φτάνω κάθε πρωὶ σ’ αὐτὴ τὴν πόλη. Γερνῶ ἀνάμεσα σὲ ἀξιαγάπητους
ἀνθρώπους περπατώντας ὁλομόναχος σὲ δρόμους, ποὺ ἀδιάκοπα στενεύουν
καὶ μεταμορφώνονται. Κατορθώνω πιὰ νὰ τοὺς ἀναγνωρίζω ἀπὸ σημάδια
ποὺ εἶχα βάλει ὅταν πρωτοῆρθα: Ἂν καταλήγουν, δηλαδή, στὴ θάλασσα ἢ
ἀπὸ παλιὲς οἰκοδομές, περιφρονημένες ἀπ’ τὸ χρόνο καὶ τοὺς ἐργολάβους.
Τριάντα τόσα
χρόνια ἔρχομαι συνεχῶς ἀπὸ ἕνα νησί… Οὔτε κι ἐγώ, παππού, κατάφερα
νὰ προχωρήσω παραπέρα. Ὁλόκληρη ζωὴ παιδεύομαι κι ἀκόμα στὸ λιμάνι
τριγυρίζω.