Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Δημήτρης Μίγγας: Τὸ ταξίδι













Τὸ τα­ξί­δι

ΤΡΙΑΝΤΑ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ φτά­νω ἀ­πὸ τὸ νη­σὶ σ’ αὐ­τὴ τὴν πό­λη. Καὶ εἶ­ναι πάν­τα νύ­χτα. Ἀ­πο­βι­βά­ζο­μαι στὸ λι­μά­νι ἀ­χά­ρα­γα – ὁ­λο­μό­να­χος.
         Τὸ πού­σι σφίγ­γει τὰ σκο­τά­δια ἀ­πὸ παν­τοῦ καὶ δὲν ἀ­κού­γε­ται ἦ­χος. Δί­πλα στὰ πό­δια μου μί­α βα­λί­τσα ἀ­σφα­λι­σμέ­νη μὲ σχοι­νί. Κρυ­ώ­νω καὶ ἀ­νη­συ­χῶ – δὲ φαί­νε­ται ἄν­θρω­πος καὶ τὸ κα­ρά­βι, ποὺ τα­ξί­δευ­α, χα­μέ­νο στὴ θο­λού­ρα. Βα­ριὰ σι­ω­πή, ὅ­πως στῆς θά­λασ­σας τὸν πά­το. Μα­ζεύ­ο­μαι σὲ μιὰ γω­νί­α· πα­ρη­γο­ρι­έ­μαι ὅ­τι ὅ­που νά ’­ναι θὰ ξυ­πνή­σω, φω­νά­ζω δυ­να­τά, μὰ δὲν ἀ­κού­ω τὴ μι­λιά μου. Ἡ ὥ­ρα περ­νᾶ· μου­δι­ά­ζου­νε τὰ δά­χτυ­λά μου. Μοῦ φαί­νε­ται πὼς τὸ πο­στά­λι ἔ­χει βου­λιά­ξει καὶ εἶ­μαι πιὰ πνιγ­μέ­νος, κι ὅ­μως φο­βᾶ­μαι, σκέ­φτο­μαι ἀ­κό­μα, κι ἀ­να­σαί­νω. Μό­νος, σὲ ξέ­νο τό­πο μὲς στὴ νύ­χτα…
        Τό­τε, στὸ βά­θος, ἀ­πὸ ἕ­να ἄ­νοιγ­μα τῆς ὁ­μί­χλης, βλέ­πω νὰ ἀ­να­δύ­ον­ται σκι­ὲς γε­ρόν­των ποὺ βα­δί­ζουν, δί­χως νὰ πα­τοῦν στὴ γῆ – σε­βά­σμι­ες μορ­φές· οἰ­κεῖ­οι ὡ­στό­σο ἄ­γνω­στοι, στὰ κά­τα­σπρα ντυ­μέ­νοι. Γλι­στρᾶ­νε δί­πλα μου καὶ προ­σπερ­νοῦν —κά­ποι­οι χα­μο­γε­λοῦν, ἄλ­λοι σου­φρώ­νου­νε τὰ χεί­λη— ὅ­μως προ­φταί­νουν κι ἀ­κουμ­ποῦν μὲ ἀ­νε­παί­σθη­τες κι­νή­σεις δί­πλα μου ση­μά­δια ἀ­να­γνω­ρι­σμοῦ: ἱ­στο­ρί­ες τῆς θά­λασ­σας, τρα­γού­δια γιὰ ἁρ­μα­τω­μέ­νες βάρ­κες μὲ σα­ράν­τα δυ­ὸ κου­πιὰ καὶ πα­ρα­μύ­θια ἐ­ρω­τι­κὰ γιὰ κω­λο­σοῦ­σες κου­νι­στές, ποὺ τράν­τα­ζαν τοὺς χει­μῶ­νες μὲ τὶς μα­κρι­ὲς οὐ­ρές τους. Λί­γο πιὸ πέ­ρα ὑ­ψώ­νον­ται, δί­χως νὰ κά­νουν κά­ποι­α κί­νη­ση, σὰν γλά­ροι ἀ­πὸ τὸ ρεῦ­μα τοῦ για­λοῦ, καὶ χά­νον­ται πά­λι στὸ σκο­τά­δι. Δὲ στέ­κον­ται —πα­ρ’ ὅ­λες τὶς πα­ρα­κλή­σεις μου—  κι οὔ­τε μι­λᾶ κα­νείς.
        Ὅ­μως ὁ τε­λευ­ταῖ­ος κον­το­στέ­κε­ται. Χα­μο­γε­λᾶ. Ρω­τᾶ ἂν τὸν θυ­μᾶ­μαι. Δὲν τὸν γνω­ρί­ζω, ἀλ­λὰ δὲν τολ­μῶ νὰ τὸ ὁ­μο­λο­γή­σω. Φο­βᾶ­μαι πὼς θὰ ἀ­πο­γο­η­τευ­τεῖ καὶ θὰ τὸν χά­σω. Ποῦ εἴ­μα­στε; Ρω­τῶ. Δι­στά­ζει νὰ ἀ­παν­τή­σει, ξε­ρο­κα­τα­πί­νει. Ἔ­πει­τα σκύ­βει πρὸς τὸ μέ­ρος μου καὶ ψι­θυ­ρί­ζει: Ἤρ­θα­με νὰ σ’ ἀ­πο­χαι­ρε­τή­σου­με. Καὶ ποι­οί εἴ­σα­στε ἐ­σεῖς; Αὐ­τοὶ ποὺ θὰ ξε­χά­σεις. Καὶ πί­σω ἀ­πὸ τὴ θο­λού­ρα τί ὑ­πάρ­χει; Κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι του: Με­γά­λω­σες, φου­κα­ρι­ά­ρι­κο, γι’ αὐ­τὸ δὲ βλέ­πεις… Μο­νά­χα τὰ παι­διὰ μπο­ροῦν, κι ἤρ­θα­με γιὰ νὰ σὲ βο­η­θή­σου­με. Ποῦ εἶ­μαι, μά­στο­ρα; Μὴ νοι­ά­ζε­σαι·  μ’ ἔ­στει­λε ὁ παπ­πού­λης σου. Καὶ τί σοῦ εἶ­πε; Νὰ πά­ρεις τὸ με­γά­λο, ἴ­σιο δρό­μο, μό­λις ξη­με­ρώ­σει καὶ νά ’­χεις πάν­το­τε στὰ μά­τια σου τὴ θά­λασ­σα· ἔ­τσι πα­ρήγ­γει­λε. Κι ὕ­στε­ρα; Ὕ­στε­ρα… Κόμ­πια­σε, σή­κω­σε τοὺς ὤ­μους καὶ μουρ­μού­ρι­σε: Δὲν προ­χω­ρή­σα­με πιὸ πέ­ρα ἐ­μεῖς, ψυ­χή μου, καὶ δὲν ξέ­ρου­με…
        Δὲν προ­λα­βαί­νει νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει αὐ­τὴ τὴ φρά­ση σὲ κα­νέ­να ὄ­νει­ρο. Ζα­ρώ­νει λὲς καὶ τὸν μα­λώ­νει ἀ­νά­κου­στη φω­νή, ποὺ ἐ­γὼ δὲν εἶ­μαι ἱ­κα­νὸς νὰ ἀν­τι­λη­φθῶ. Φεύ­γει πρὸς τὴ με­ριὰ ποὺ χά­θη­καν οἱ ἄλ­λοι. Κά­νω ἕ­να δυ­ὸ βή­μα­τα σὲ μιὰ προ­σπά­θεια νὰ τὸν ἀ­κο­λου­θή­σω, μὰ ἔ­χει ἤ­δη ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. Φω­νά­ζω κά­θε νύ­χτα… Τί­πο­τα.
        Πά­λι μό­νος. Χα­ρά­ζει. Με­ρι­ὲς με­ρι­ὲς τὸ φῶς τρυ­πά­ει τὴν ὁ­μί­χλη. Δι­α­κρί­νω πε­ρι­γράμ­μα­τα οἰ­κη­μά­των, σκού­ρους ὄγ­κους. Βρί­σκο­μαι στὴν ἀ­πο­βά­θρα κά­ποι­ου ἄ­γνω­στου σὲ μέ­να λι­μα­νιοῦ – ἀ­κού­γον­ται κύ­μα­τα ποὺ σπά­ζουν, ὅ­μως ἡ θά­λασ­σα δὲ φαί­νε­ται.
        Ξη­με­ρώ­νει. Πί­σω ἀ­πὸ κτή­ρια ψη­λὰ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὁ ἥ­λιος —κύ­κλος θο­λὸς καὶ πα­γω­μέ­νος— κα­θα­ρί­ζον­τας λί­γο ἀ­κό­μα τὸ το­πί­ο. Βλέ­πω κα­ρά­βια: κά­ποι­α στὰ ντό­κια κι ἄλ­λα φουν­τα­ρι­σμέ­να στ’ ἀ­νοι­χτὰ – σκα­ριὰ με­γά­λα. Πλη­σιά­ζω στὸ μου­ρά­γιο. Εἶ­ναι φορ­τη­γά, πο­στά­λια, ρυ­μουλ­κὰ πα­λιά, δε­μέ­να χρό­νια. Τὸ εἴ­δω­λό τους πέ­φτει στὰ βρό­μι­κα νε­ρὰ τοῦ λι­μα­νιοῦ καὶ μέ­νει ἀ­κί­νη­το, ἀ­σά­λευ­το —δὲν ἀ­κο­λου­θεῖ τὸ ἀ­νέ­βα­σμα τῆς θά­λασ­σας— οἱ ἄ­κρες ἀ­πὸ τ’ ἄρ­μπου­ρα κι οἱ τσι­μι­νι­έ­ρες τους δὲ σπά­ζου­νε στὸ λύ­γι­σμα τῶν κυ­μά­των.
        Τριά­ντα τό­σα χρό­νια φτά­νω κά­θε πρω­ὶ σ’ αὐ­τὴ τὴν πό­λη. Γερ­νῶ ἀ­νά­με­σα σὲ ἀ­ξι­α­­γά­πη­τους ἀν­θρώ­πους περ­πα­τών­τας ὁ­λο­μό­να­χος σὲ δρό­μους, ποὺ ἀ­δι­ά­κο­πα στε­νεύ­ουν καὶ με­τα­μορ­φώ­νον­ται. Κα­τορ­θώ­νω πιὰ νὰ τοὺς ἀ­να­γνω­ρί­ζω ἀ­πὸ ση­μά­δια ποὺ εἶ­χα βά­λει ὅ­ταν πρω­το­ῆρ­θα: Ἂν κα­τα­λή­γουν, δη­λα­δή, στὴ θά­λασ­σα ἢ ἀ­πὸ πα­λι­ὲς οἰ­κο­δο­μές, πε­ρι­φρο­νη­μέ­νες ἀ­π’ τὸ χρό­νο καὶ τοὺς ἐρ­γο­λά­βους.
        Τριά­ντα τό­σα χρό­νια ἔρ­χο­μαι συ­νε­χῶς ἀ­πὸ ἕ­να νη­σί… Οὔ­τε κι ἐ­γώ, παπ­πού, κα­τά­φε­ρα νὰ προ­χω­ρή­σω πα­ρα­πέ­ρα. Ὁ­λό­κλη­ρη ζω­ὴ παι­δεύ­ο­μαι κι ἀ­κό­μα στὸ λι­μά­νι τρι­γυ­ρί­ζω.




Πηγὴ: Πρώ­τη δη­μοσί­ευ­ση http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com